Σάββατο 27 Απριλίου 2019

Μπαρμπέρικον ο μπαρμπα-Κώτσος, Του Φώτη Βεζυργιαννίδη.

Έχω μόλις βγει απ’ το Hondos και είμαι πανευτυχής γιατί έχω βρει μισή τιμή, μια βαφή της Loreal, 2.10 μαύρη κάργα ρε μάγκα σαν καράμπογια που ‘λεγε κι ο Μπάμπης στην παλιά τη γειτονιά και μια οχτάρα πάλι Loreal κομοδινί ανοιχτό  για να τα κάνω μαύρα με κομοδινί ανταύγειες.

Είπα όμως παλιά γειτονιά και για να μη σε μπερδέψω καρντάση μου, εννοώ την ίδια γειτονιά με τη σημερινή ακριβώς. Απλά τότε είχε τριάντα μονοκατοικίες κι ένα τριόροφο ενώ σήμερα έχει τριάντα πολυκατοικίες κι έμεινε μόνο το τριόροφο να μας τη θυμίζει.

Άσχετα όμως με τα παλιά και τα καινούρια εγώ βρίσκομαι έξω απ’ το Xόντο με τις βαφές μαλλιών στα χέρια και με το χαμόγελο μέχρι τ’ αυτιά. Ωραία λέω, τώρα χρειαζόμαστε ένα ωραίο μπαρμπέρικο μάγκα μου. Ευτυχώς, μετά τα Coffe Island και τα Toυντεηλίσια που ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια σε κάθε γειτονιά, το ίδιο εύκολα βρίσκει κανείς και μπαρμπέρικο πλέον.

Τριάντα μέτρα παρακάτω λοιπόν μπανίζω το γλυφιτζούρι δίπλα απ’ την πόρτα και μια πινακίδα από πάνω ενάμιση επί πέντε μέτρα με κάτι ψαλίδια ανοιχτά και κάτι άλλα κλειστά, ζωγραφισμένα πινέλα και κρέμες ξυρίσματος και κάτι λουλούδια και μια φάτσα ενός μουσάτου που λες και το ‘σκασε από μυθιστόρημα του Oυγκώ του Βίκτωρος. Και κάτι γράμματα αγγλικά στη λεζάντα σαν να έβλεπα εξώφυλλο από δίσκο των Led Zeppelin.

Λέω εδώ είμαστε. Αυτό ψάχνω κι εγώ. Ένα μέρος να μπω και να πω «θέλω να βάψω τα μαλλιά μου» και να μην με κοιτάνε σαν εξωγήινο ρε μάγκα αφού είμαστε στο 2019 και οι άντρες έχουμε δικαίωμα στην ομορφιά και θέλουμε να προσέξουμε το ίματζ στο φινάλε. Αυτό δικέ μου, λέω, είναι το μέρος σου.

Ανοίγω την πόρτα και μένω παγωτό. Λες και μπήκα σε χρονακάψουλα. Λες και πήγα πίσω στο χρόνο. Έπιπλα εποχής, καρέκλες παλιού μπαρμπέρικου, με κόκκινο δέρμα επενδεδυμένες και προσκέφαλα και μπράτσα σαν τα εξεταστήρια στους γυναικολόγους ένα πράμα, και καθρέφτης επιτηδευμένα θολός και βίνταζ, και πινέλα με ξύλινη λαβή και ψαλίδια εκατονταετίας, και διάκοσμος του προηγούμενου αιώνος να πούμε.

Πριν προλάβω να συνέλθω σκάει ένας τύπος που είναι ιδιος ο Σκοτ Χόλιντέϊ και μου κάνει μια ελαφριά υπόκλιση και με καλωσορίζει. Εντωμεταξύ ο τύπος φοράει κοστούμι στενό με γιλέκο από μέσα πιάστρα μεταλλική στη γραβάτα, πορτοφόλι με αλυσίδα στο θηλύκι και μόνο που δεν κρέμεται αλυσίδα για το ρολόι τσέπης. Το ύφασμα του κουστουμιού με μικρά επαναλαμβανόμενα σχεδιάκια και παπούτσια καφέ δερμάτινα με άσπρες λαστιχένιες σόλες. Ο τύπος έχει ένα μούσι περιποιημένο με μοιρογνωμόνιο που λένε και φέρει μύστακα τσιγκελωτό γυριστό πασαλλειμένο με μπρηλ κρημ, μπριγιαντίνη και τζελ μαζί.

Λέω μάγκα μου τη βάψαμε πέσαμε σε σούργελο. Λοιπόν τι επιθυμεί ο κύριος μου λέει το σούργελο και γω κοιτάζω γύρω-γύρω να δω που είν’ αυτός ο κύριος που λέει. Μετά όταν κατάλαβα ότι απευθύνεται σε μένα λέω «λίγη περιποίηση» και μου δείχνει τη καρέκλα τη μπαρμπέρικη τη σαν του γυναικολόγου και κάθομαι κι εγώ και αράζω.

Λέω «πολύ ωραίο το κατάστημα και προτότυπη η επίπλωση» και μου λέει «Ναι βέβαια, θέλαμε να δείξουμε κάτι διαφορετικό απ’ τα τετριμμένα και να καινοτομήσουμε. Εγώ μου λέει κύριε, δεν είμαι κομμωτής ή κουρέας. Έχω σπουδάσει οικονομικά και έχω μεταπτυχιακό στο μάρκετινγκ και έχω δουλέψει χρόνια στις διαφημιστικές εταιρίες. Είπα λοιπόν να υποστηρίξω τις ιδέες μου και να φτιάξω κάτι για τους ανθρώπους σαν κι εμένα που γουστάρουν το παλιό, το βίνταζ αλλά όχι μ’ αυτό τον εξώφθαλμα μοντέρνο τρόπο όπου όλα γίνονται στο βωμό της κονόμας αλλά μ’ εναν τρόπο βαθιά αυθεντικό». Κι όπως μου τα λέει αυτά πέφτει το μάτι μου σ’ ένα ποδήλατο παλιό τεράστιο απ’ αυτό που είχε ο παππούς ο Αντρέας στο χωριό για να πηγαίνει στον μπαξέ.

Μού ‘ρθε να του πω «τι μας λες ρε τζιτζιφιόγκο με τα παλιά και τις κονόμες» αλλά κρατήθηκα άσχετα που ο πελάτης έχει πάντα δίκιο.

Λοιπόν, μου λέει ξύρισμα ή τριμάρισμα; Και μου δείχνει τα τριών ημερών αξύριστα γένια μου. Ξέρετε, μου λέει, τα γένια δεν είναι μόδα όπως νομίζουν οι περισσότεροι. Τα γένια, τα ωραία τα περιποιημένα είναι άποψη και τρόπος ζωής, είναι κουλτούρα και πολιτισμός.

Α, του λέω γιατρέ μου δεν ήρθα για τα μούσια. Βρήκα μια ωραία μαύρη βαφή στον Χόντο και μια ανοιχτή κομοδινί να μου την κάνεις ανταύγειες και άμα χρειάζομαι και λίγο κουρεματάκι να μου τα πάρεις λίγο και να μου καθαρίσεις και το σβέρκο.

Σας παρακαλώ! Φωνάζει ο Rival Son. Που νομίζετε ότι βρίσκεστε; Eδώ δεν ασχολούμαστε με τις τρίχες της κεφαλής κύριε! Εδώ μόνο με τις τρίχες του προσώπου κάνουμε τέχνη! Ακούς εκεί βαφές και ανταύγειες!

Ε, φορτώνω κι εγώ καρντάση γιατί είμαι κι απ’ τη Νεάπολη και αυτά μπλιμπλίκια του μάρκετιγκ δε με πείθουν και πολύ.

Τι λες ρε καραγκιοζοπαίχτη γαμώ τα τσιγκελωτά μουστάκια σου και τα φρου-φρου και τα γιλέκα. Που θα με πεις εσύ εμένα ότι τα μούσια δεν είναι μόδα. Εσύ ρε καργιόλη με τι μούσια κυκλοφορούσες την δεκαετία του ογδόντα που μου φορούσες ριγέ σωλήνες παντελόνια και μποτάκια του μπάσκετ και μου άκουγες Τζούντας Πριστ και Μάικλ Τζάκσον; Πότε είχανε ρε φιάκα τα μπαρμπέρικα γλειφιτζούρια έξω απ’ την πόρτα στην Σαλονίκη και πότε πρόλαβες και έμαθες τη χρησιμότητα του πινέλου την εποχή του «αφρότερου αφρού» της Prosar;.

Άντε μη με συγχίζεις μεγαλοβδομαδιάτικα και δεν μπορώ να σου κατεβάσω και κάνα μπινελίκι της προκοπής, χιπστερόδουλε.

Όποια κουφάλα ισχυρίζεται ότι τα μούσια δεν είναι μόδα να μου δείξει φωτογραφία του απ’ το 1985 να γελάσει κι ο κάθε πικραμένος.

                                                               Φώτης Βεζυργιαννίδης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου