Πίνω
καφέ με κάποιον φάτσα δημόσιος υπάλληλος, παύλα
τακτοποιημένος, παύλα βαρετός.
Συμβουλή
να βρω δουλειά με ασφάλιση σε παραπαίον ασφαλιστικό ταμείο.
Το
βάζω στα πόδια για να μην ουρλιάξω στη μούρη του.
Έτσι
θα γυρίσουμε αμέριμνες στο σπίτι, τρώγοντας σοκολάτα για να γλυκάνουμε την
άφαντη ασφάλεια και τη σύνταξη που δεν θα ‘ρθει ποτέ.
Και
της μιλάω για τον συμμαθητή από το σχολείο που συνάντησα τυχαία στο τρόλεϊ λίγο
νωρίτερα.
Μιλούσε
ψιθυριστά. Παραλήρημα καταδίωξης.
Κάποιοι
του στέλνουν απειλητικά μηνύματα στο διαδίκτυο.
Δε
μου φαίνεται παράφρων.
Έχω
ανάγκη να πιστέψω την απειλή.
Της
μιλάω για καταδίωξη και παίζω τα κλειδιά του σπιτιού στα χέρια μου και
ανυπομονούμε για τις σοκολατένιες λιχουδιές.
Το
πάρκο μοιάζει ήσυχο.
Καμία
σκέψη για κίνδυνο.
Και
τότε εμφανίζεται ο τύπος με το περίστροφο.
Έχει
ήδη ρίξει σε μια γυναίκα.
Οπλίζει
και πάλι έτοιμος για δεύτερη βολή θανάτου.
Να
τρέξουμε.
Αν
περάσουμε τη σιδερένια πόρτα μπορεί και να σωθούμε.
Τρέξε
Ροζαλία.
Ίσα
που προλαβαίνουμε.
Δεν
στοχεύει εμάς. Τουλάχιστον όχι ακόμη.
Να
ανοίξουμε την πόρτα.
Να
βγούμε από το θανατηφόρο πάρκο.
Τον
βλέπω να ψάχνει με τα μάτια δεξιά αριστερά.
Έχει
βρει θηράματα και εστιάζει καλύτερα.
Ρίχνει
ξανά και ξανά.
Και
τα πτώματα πέφτουν το ένα πάνω στο άλλο.
Κάποιος
ξηλώνει έναν σκουπιδοτενεκέ από το πεζοδρόμιο και το φοράει στο κεφάλι του
κράνος.
Να
κάνουμε το ίδιο.
Όνειρο.
Κι
έχω εσένα αγκαλιά.
Ποιος
είσαι;
Ο
εκτελεστής του πάρκου;
Η
απειλή;
Ο
παράφρων συμμαθητής;
Ποιος
είσαι;
Συστηθήκαμε
ποτέ στ’ αλήθεια;
Σ’
αγκαλιάζω και ονειρεύομαι δολοφόνους.
Σε
αγγίζω και ονειρεύομαι θάνατο.
Εγώ
είμαι ο εκτελεστής.
Εγώ
είμαι και το θήραμα.
Θάνατο
έχω στα όνειρά μου.
Κοιμάμαι
αντάμα με το μοιρολόι.
Το
χτύπημά σου απόσωσε τον θρήνο.
Ακουμπάς
το δάχτυλό σου στο κουδούνι και χτυπάς σα μανιασμένος.
Τσιφλίκι
σου το σπίτι μου να μπεις να αλωνίσεις.
Δε
ψάχνω δικαιολογίες.
Ξέρω
πολύ καλά τι κάνω όταν σου ανοίγω την πόρτα.
Δεν
είμαι στη παραζάλη του ονείρου.
Μπαίνω
ολόκληρη, ολοπρόθυμη, στη δική σου παραζάλη γυρεύοντας τους δικούς μου μικρούς
θανάτους μέσα σου.
Έναν
καφέ και τη Καζαμπλάνκα.
Play it
again Sam.
“As
time goes by”.
Όπως
και να το παίξεις Sam
το αεροπλάνο στο τέλος πάντα θα φεύγει με τον έναν από τους δύο.
Συναντήσεις
και αποχωρισμοί.
Σ’
ένα αέναο μισοτελειωμένο τραγούδι, για να μην είσαι εκεί, να μην προχωρήσεις
αλλού, να μην είσαι πουθενά.
Κι
εσύ θα χτυπάς.
Κι
εγώ θα σου ανοίγω.
Και
θα λατρεύουμε ο ένας τον άλλον.
Και
θα κοιταζόμαστε στα μάτια και θα κλαίμε.
Και
θα με πονάς.
Θα
μου αφήνεις σημάδια στο κορμί για να με αναγνωρίζεις αργότερα.
Θα
μου αφήνεις σημάδια για να σε αναγνωρίζω κι εγώ.
Να
μην ξεχάσω.
Να
μην ξεχαστώ.
Play it
again Sam, again and again and again.
Να
μην τελειώσει ποτέ.
Να
μη με τελειώσει ποτέ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου