Η
μικρή μου αδελφή, o
κρυμμένος
θησαυρός. Άνθρωπος-παράθυρο
κλεισμένο. Όταν τ’ ανοίγεις τρίζει.
Τι
λένε οι Ψ όταν μέχρι την Δευτέρα δημοτικού πας σχολείο με το μαξιλάρι σου; Έναν
πόλεμο τον κάνεις μπρος στην απειλή του αποχωρισμού; Το ανήλικο ποτό μίλκο με
κόκα κόλα. Ο πυρετός έπεφτε, όταν ανέβαζες ‘’Χατζηχρήστο’’. Τις Απόκριες, αν κλείδωνες
πόρτα να ντυθείς κρυφά ‘’μάγκας’’, ο κόσμος χαλούσε. Η εκδίκηση ήταν να βρεις
ψαλιδισμένες τις κουρτίνες του δωματίου σου. Γιατί την είχες αφήσει στην απ’
έξω. Τι το κάνεις μια σταλιά μωρό, όταν τα Χριστούγεννα κρατάει τσίλιες, αν θα
πιει ο Αη Βασίλης το κερασμένο γάλα κι αν θα φάει το μελομακάρονο; Παραφυλάς
πότε θα κοιμηθεί να μπουν τα δώρα στη θέση τους. Να μπει η Πρωτοχρονιάτικη ζωή στη θέση της. Να κλείσεις μάτι…
Το
μίλκο έγινε ούζο. Η κόκα κόλα πίνεται ασυνόδευτη. Στα μεγάλα ζόρια όμως ένα
μίλκο κόλα το χτυπάει ακόμη. Ζυγίζει 21 γραμμάρια. Όσο το βάρος μιας ψυχής.
Φοράει μάσκα. Να κάνει πιο υποφερτή, πιο εντυπωσιακή την περατζάδα της σε τούτη
τη σύντομη ζωή. Μήπως και την ξεγελάσει. Καμιά φορά ζει από κεκτημένη ταχύτητα.
Η
μικρή μου αδελφή είναι περίεργο τρένο. Κλαίει χωρίς δάκρυα. Δύσκολα μαύρες
μπογιές λιώνουν στο άσπρο πένθος του δέρματός της. Δύσκολα γκρι καρδούλες
στολίζουν τα μάγουλά της. Κουμαντάρει εύκολα τα σκληρά. Τα χαρμόσυνα δεν ξέρω
αν μπορεί να τα φέρει βόλτα. Καμία άγρια παρόρμηση δεν την κυβερνά. Την λες και
κατ’ ανάγκη τέκνο της λογικής. Σημειώσεις κάνει με τα συν και τα πλην. Μην
ξεφύγει τίποτα. Πάντα ετοιμοπόλεμη. Ταγμένη πολεμίστρια στις στραβές.
Τώρα
παραφυλάει αυτή κι είναι… Απίκο. Να μπει η αληθινή ζωή στη θέση της.
Με
βασανίζει διανοητικά. Γράφω σε χαρτάκια ποιήματα. Γράφω σελίδες, σκίζω κόλλες.
Τις κάνω αεροπλανάκια. Να βγω στο μπαλκόνι. Νε κοιτάξω ουρανό. Να σηκώσω το
κεφάλι. Να ξαναμπεί το δάκρυ στη θέση του. Τα πετάω πάνω. Όσο πιο ψηλά. Να
συναντήσουν μπλε. Γυρίζουν, πιάνουν χώμα. Και τα χαρτάκια και τα δάκρυα. Το
απέραντο γαλάζιο με πλακώνει. Καταραμένη βαρύτητα.
Για
να ‘χουμε το μαγικό κοινό νεσεσεράκι με τα χρώματα που συνδέει όλες τις
γυναίκες. Γι’ αυτό την ζήτησα. Να ‘ναι κορίτσι. Μόνο αδελφή ήθελα. Να λέμε τα
μυστικά μας. Να έχουμε γνώση, χωρίς συμμόρφωση.
Με
την μικρή μπερδέψαμε ωάρια κι ωράρια. Εκείνη κράτησε τα χρώματα, εγώ το
νεσεσεράκι. Τα πάει καλύτερα με τους χρωματισμούς, εγώ με τα κουτάκια. Μπερδεψοδουλειά
σκαρώσαμε και στις ηλικίες. Έγινε χωρίς να το θέλει το μεγάλο παιδί. Η αδελφή
μου είναι ήρωας και ‘’ηρωίνη’’. Μορφή και ‘’μορφίνη’’. Για μένα θα ‘ναι πάντα η
μικρή μου.
Ανάβει
τσιγάρο αμίλητο.
Η
αδελφή μου καρφώνει στα μαλλιά μοβ πεταλούδες. Τόσο γερά λες και φοβάται μην
πετάξουν… και βρουν καλύτερα σε άλλα μαλλιά. Λιβάδια από πεταλούδες κατοικούν
στο κεφάλι της. Στο τέλος νομίζεις ότι έχει μοβ μαλλιά.
Αυτό που η κάμπια ονομάζει τέλος
του κόσμου, η ζωή το λέει πεταλούδα.
Μαίρη Γεωργιοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου