Τετάρτη 11 Μαΐου 2016

…ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ // ΓΡΑΦΕΤΑΙ ΜΕ ΔΥΟ ΣΙΓΜΑ, ΠΡΟΦΕΡΕΤΑΙ ΜΕ ΔΥΟ ΛΑΜΔΑ

Σε είδα στον ύπνο μου. Αξύριστος… κουρασμένος κι αγριεμένος με ρωτάς.

-          Γιατί φεύγεις; Πού πας;

-          Θα σπάσω, αν μείνω.

-          Θα σε κολλήσω εγώ. Εγώ ξέρω να σε κολλάω.





Είσαι η Σταχτοπούτα μου, μού ψιθυρίζεις. Όχι εκείνη η παραμυθένια. Η κλασική, η ντάμα. Τα παραμύθια δε σου ταιριάζουν. Εσύ είσαι της σύγχρονης, της αληθινής version. Η μοντέρνα. Μισείς τους χορούς, καις φορέματα, μπουρλότο σε άμαξες και κρυστάλλινα γοβάκια. Την νεραϊδονονά,
ξορκίζεις. Όταν το ρολόι βαράει δώδεκα, δεν τρέχεις. Μην και δεν προλάβεις να γυρίσεις πίσω, ασφαλής. Πριν σε κάνουν τσακωτή η κακομοιριά και τα κουρέλια. Εσύ αράζεις εκεί που γουστάρεις. Ρίχνεις άγκυρα. Κοιλιόδουλη της αγάπης. Ξυπόλητη, βρόμικη και με μπαλώματα από στάχτες. Τα πόδια σου δεν είναι μαθημένα σε βήματα επιστροφής. Τα πέλματα παρκάρουν, όπου αγαπάν. Όπου τρίζουν οι μνήμες, όπου μυρίζουν οι εικόνες. Όπου ο πόνος κι η χαρά το άθροισμα το δίνουν ένα. Έναν κρότο δυνατό. « Η αγχόνη με αγχώνει», παραμιλάς πολλά χρονάκια τώρα. Μα από την άλλη δένεσαι. Κόμπος από μόνη σου γίνεσαι και δεν μπορείς. Πήγαινε τώρα. Κρύψε τους φόβους σου. Κι εγώ αυτό θα κάνω. Με το κόκκινο κρασί της μαυροδάφνης, θα κοινωνήσω. Το συνηθίζω. Εσύ με κάτι διάφανο και καθαρό.

Ξυπνάω από τα παραμιλητά του. Πειραγμένο όνειρο. Χαλασμένο, ασπρόμαυρο. Είναι κι αυτά τα νομοτελειακά τερτίπια. Οι κύκλοι λέει, πάντα πρέπει να κλείνουν. Κάπως έτσι με πέταξαν από την πόλη της καρδιάς, στον τόπο της αρχής μου. Να ριζώσω στις ρίζες μου. Για να κλείσει ο ξοφλημένος ο κύκλος. Για την επιβεβαίωση των κανόνων.

Δεν κουνιέμαι. Στρατιωτάκι… μέρα ή νύχτα; Τις προχωρημένες ώρες κοιτάω το ταβάνι. Το κάνω οθόνη. Τόσες μέρες το ίδιο σενάριο. Παίζω με το control. Διαλέγω το μια αιωνιότητα και μια μέρα. Όλο το παρελθόν μου Αγγελοπουλικά μετρημένο τόσο. Όσο, … μια αιωνιότητα μέσα σε μία μέρα. Και τούμπαλιν. Αύριο θα υπάρξει; Κι αν υπάρξει πόσο θα κρατήσει;

Ρίχνω όλο το νερό του κόσμου πάνω μου, καυτό. Να ξαναμπώ στη ζεστασιά της μήτρας. Να ξαναγεννηθώ. Μηδένισα. Μεγαλώνω, αλλάζω σελίδα. Βαθιά ανάσα. Βαριά ανάσα. Δεν υπάρχει παρελθόν. Δεν υπήρξε ποτέ. Όλα από την αρχή τα θέλω. Τιμωρία θα με βάλω να το γράψω σε όσες κόλλες αναφοράς βρω. Να με αναφέρω. Μέχρι να το μάθω. Στο τέλος θα το μάθω. Θα με μάθω.



Βγαίνω από το θέατρο. Μπέρτολντ Μπρεχτ, ο κύκλος με την κιμωλία. Τα χειροκροτήματα γδέρνουν ακόμα τα αυτιά μου. Νομίζω είναι για μένα. Χειροκροτήματα όχι επαίνου, μα χλεύης. Δύο μανάδες στο έργο του. Δύο πατρίδες στη ζωή μου. Η βιολογική και η άλλη που με αναθρέφει. Με θέλουν κι οι δυο. Καθεμία έχει τους λόγους της. Εγώ… η πρωταγωνίστρια, είμαι περιζήτητη. Θέλω να με πάρει η θετή, έπαθλο ψηλά στα χέρια της να με σηκώσει, η υπηρέτρια του αρχοντικού. Μποϊκοτάρω την βιολογική. Μα η κυρά-αρχόντισσα δεν θα καταθέσει έτσι εύκολα τα όπλα. Είναι πεισματάρα και ψυχοπλάνα. Με τραβολογάν στα δικαστήρια. Πάλλομαι. Θα με κόψουν στα δύο; Ο δικαστής απόφαση παίρνει ότι με την βοήθεια του κύκλου θα δούμε πού ανήκω. Έτσι θα λυθούν οι διαφορές. Ό,ποια μάνα, ό,ποια πατρίδα με τραβήξει πιο δυνατά και με βγάλει από τον κύκλο προς το μέρος της θα με έχει κερδίσει. Η θετή φοβάται μη με πονέσει. Εγκαταλείπει. Η άλλη δεν μασά. Με τραβά πανηγυρικά με λύσσα. Με έχει κερδίσει. Με έχει νικήσει. Ο δικαστής είναι τύπος μποέμ, μισο-μόρτης είναι και λίγο ‘’αναρχικός’’. Κι αποφασίζει να αποδοθεί η δικαιοσύνη της αγάπης. Αυθαιρέτως. Αλλιώς… φέρνει τούμπα την απόφαση.

Ξανασαίνω… Σε ένα δευτερόλεπτο υποτροπιάζω.



Μπαίνω σε blue jean. Με το ζόρι μπαίνει. Καπάκι σε μπλε fiesta. Το δρόμο με το ζόρι ανεβαίνει. Δεν τον νιώθει δικό του τούτον τον τόπο. Βογγά. Αλλού γουστάρει τις βόλτες του να κόβει. Μηχανή μπαίνει σε ρεύμα, αντίθετο. Ιπτάμενη. Σκάει στο παρμπρίζ. Τα φρεναρίσματα γλείφουν το δρόμο. Στην αγκαλιά μου σχεδόν ο οδηγός της. Κόκκαλο. Σημάδι το παίρνω. Κι ας είναι κι ο μπάτσος με το μέρος μου. Στον προορισμό δεν ήτανε ποτέ να φτάσω. Το μούτρο μου γίνεται τζάμι και σε βλέπω. Θολό, αλλά σε βλέπω μπροστά μου.

-          Γιατί φεύγεις; Πού πας;

-          Θα σπάσω, αν μείνω.

-          Θα σε κολλήσω εγώ. Εγώ ξέρω να σε κολλάω. Και τότε όρθια θα χορέψεις παραγγελιά. Κι αν τολμήσει κανείς να το χαλάσει, φαλτσέτα θα βγάλω και θα θερίσω. Κι όταν σημάνει μεσάνυχτα, μη φύγεις. Σπίτι μη γυρίσεις. Δύσκολες οι αλλαγές και τα λόγια δε φτουράνε…

                                                  Μαίρη Γεωργιοπούλου

1 σχόλιο: