Δευτέρα 4 Απριλίου 2016

ΣΤΗΝ Κ.Δ.

Την θυμάμαι… Σεπτεμβριανή επισκέπτρια. Επίτιμη καλεσμένη του τρυγητή. Αριβάρει σε τούτη την αιώνια μεθυσμένη πολιτεία. Σαγηνεύτρα. Με οινοπνευματί φόρεμα. Μισο-καλοκαιρινή, μισο-φθινοπωρινή. Ρίχνει τελευταία ματιά στα χαρτιά της. Καθρέφτη έχει τον σαματατζίδικο ουρανό. Την ξεγέλασαν οι προηγούμενες καλές μέρες. Σκάει μύτη, χωρίς ζακετάκι. Δεν ψυχανεμίστηκε πως ο καιρός θα το γύριζε σε μπόρα! Δεν ήξερε πως χρειαζόταν ένα γερό ξέπλυμα τούτος δω ο τόπος για την υποδοχή της! Φταίει και που κάθε ποίημά της την άνοιξη με μια εποχή φθινοπώρου τ' αποτελειώνει.

Θα 'φερνε τα πάνω κάτω. Το 'ξερα. Θα έκανε τα δικά του κόλπα.. Όπως αυτή φέρνει τούμπα τις λέξεις.
Τα γράμματα. Όλους τους κανόνες της γραμματικής. Τον ενικό μου τον σερβίρει, δυϊκό. Δεν παίζει σόλο. Όλα τα μοιράζει στα δύο. Το ρήμα το μαθαίνω ξανά απ' την αρχή, ουσιαστικό. Και το τελευταίο, άλλοτε υποκοριστικό της χλεύης, άλλοτε του χαϊδολογήματος  μέσα στα δάχτυλά της γίνεται επίθετο. Τριγενές και δικατάληκτο. Αυτή η κυρία του μεγεθυντικού. Εξέχει στη βροχή. Μόνη. Το άλφα, όταν είναι βραχύ δεν περισπάται. Τα οδοντικά τα προφέρει με την μύτη. Τα ένρινα με τα χείλη. Αλλά ακούγονται σωστά. Εδώ συμβαίνει. Ο δήμαρχος της δίνει το κλειδί της πόλης. Να μας ξεκλειδώσει. Όρθια τα λέει. Να 'χει η αναρχία της φωνής της το μπόι που της πρέπει. Ορθοφωνητική. Με απειθάρχητη συστολή. Σέπια, -μου τα μασάει, μου τα πετάει- τα λόγια. Μαζί με ήχο και εικόνα. Να την αποτυπώσω. Φωτογενή φωτογραφία. Βλέπεις, εκείνη είναι η λαμπερή. Εγώ σαν μουντζούρα κακότεχνου σκίτσου μπροστά της. Με κάνει κορνίζα και με φυλακίζει. Βγάζω πόδι, να αναπνεύσω. Θαρραλέα κλωτσιά στα ρολόγια του κόσμου όλου. Μα εκείνος ξέρει μόνο να κυλά. Να δουλεύει εις βάρος...

Μου κάνει νεύμα… ‘’όλο το παιχνίδι είναι κρυμμένο στη φευγαλεότητα του νοήματος’’. Οι λέξεις δεν είναι πάντα φιλικές. Οι λέξεις έχουν και εχθρούς. Κάνει πως δεν ξέρει τι είναι ποίηση. Ξέρει, όμως τι δεν είναι. Μας παίζει όλους. Χαρτί τράπουλας στα χέρια της. Γιατί η αληθινή ποιήτρια είναι η γλώσσα της. Το μάννα εξ ουρανού. Η άγνοια την σκληραγώγησε. Και τώρα κανείς δε φτάνει στην ψυχή της. Κανένα μέσο της μεταφοράς δεν σε πάει σε αυτήν. Μόνο οι σελίδες. Με μαλώνει σαν μαμά. Γιατί κατάντησα φοροφυγάς ονείρων. Γιατί, χαρά βρίσκω μόνο στα πεσιμιστικά της.

Βρέχει, βρέχει, βρέχει…

Απαγγέλλει, απαγγέλλει, απαγγέλλει...

Αναπαράγω, αναπαράγω, αναπαράγω…

Δάκρυα.

Ποιος να γράψει για εκείνη; Ποιος να εξηγήσει την εκτόξευση στο διάστημα, χωρίς διαστημόπλοιο; Ποιος βάζει λέξεις στη σειρά, σε ακηλίδωτα χαρτιά ένα τέτοιο φαινόμενο; Δε θα πω για τα επιστημονικά, ακαδημαϊκά, τα δημιουργικά της, ούτε εγώ. Μου λείπει η τόλμη να τα αγγίξω. Και τούτες δω οι λέξεις που βρήκαν χώρο στο χαρτί στο αύθαδες του χαρακτήρα μου το χρωστάω. Γιατί...

Δεν ξέρω πώς να της φερθώ. Με διαβάζει. Σκύβει και μου λέει, πως, ‘’αν η πείρα γνώριζε, θα είχε εκλείψει το λάθος’’. Μου πιάνει το χέρι. Εγώ είμαι η πιο ψηλή, μα χάνω ύψος. Με τραβά με λύσσα η γη. Αυτή, ο Δίας στις μεταμορφώσεις. Παράγωγο ουσιαστικό δικό της, με περιέχει η λέξη της, η πρωτότυπη. Με φιλά και με φυλά. Και με κάνει άνθρωπο καλύτερο. Όχι κανονικό. Ποιος έχει τη δικαιοδοσία να μιλήσει για κανονικότητα; Μόνο καλύτερη με κάνει. Χωρίς πολλά πολλά.

Η βροχή με γυρίζει σπίτι. Ούτε στο δημοτικό δεν την κράτησα την ομπρέλα. Τα υπό-στεγα είναι οι αληθινοί προστάτες. Υποδύομαι την αντοχή. Ο δρόμος, είναι ο οδηγός, πάει μόνος του. Ξέχασα στο πήγαινε να αφήσω χαλικάκια. Έχω ξεχάσει πού μένω. Ξεχνάω το όνομά μου. Με ονομάζω Κυριακή, που 'ναι πάντα η δύσκολη. Μούσκεμα και χωρίς ύπνο. Φτάνω. Βάζω στην τρύπα κλειδιά… Βγάζω στο έδαφος κλαδιά. Αφήνω δίπλα στο τραπέζι, καρέκλα κενή. Όλα τα πράγματα μονά τα έχω σπίτι. Το ζυγό του δύο, δεν τον έμαθα. Μούχλιασε κι εκείνη η μισοδαγκωμένη τυρόπιτα... Η σιωπή μοιάζει εκκωφαντική. Το συριστικό της σίγμα σφυρίζει στ’ αφτιά, ίδιο με μέλισσα. Σπάει τύμπανα. Σπάει νεύρα. Μυαλά και ψυχές.

Εκείνη το έχει καμωμένο το καθήκον της. Ό,τι είχε να μου πει για τα φθινοπωρινά τα κύκνεια, ό,τι είχε να μου πει για τους ανθρώπους που σιγά σιγά λυγίζουν, μού το ‘πε.

Την θυμάμαι. Με οινοπνευματί φόρεμα. Αερικό του πνεύματος!

                                                 Στην Κ.Δ.

                                Μαίρη Γεωργιοπούλου




2 σχόλια:

  1. Εξαίρετο κείμενο! Ισάξιο της Δημουλά και της ποίησης.
    Πέτρος Θέμελης

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. από το μηδέν... στο είναι
    ευχαριστώωωωωωωω

    ΑπάντησηΔιαγραφή