Το μυθιστόρημα ‘’έρως ανίατος’’, του Δημήτρη Μίγγα ξεκινά με ένα παράθυρο κλειστό, που πιέζεται από το φως της μέρας. Και με μοτίβο τον ήχο μιας επαναλαμβανόμενης κλήσης. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις, ‘’μεταίχμιο’’. Ένας άντρας και μια γυναίκα σε μια κρεβατοκάμαρα. Ο πρωταγωνιστής μας είναι ηθοποιός εκ πεποίθησης εργένης. Είναι η εποχή που έχει επανασυνδεθεί με την Έλενα κι ερμηνεύει τον ομώνυμο ρόλο στο θείο Βάνια του Τσέχοφ. Η κόντρα με τον σκηνοθέτη επεισοδιακή και η λήξη της συνεργασίας με την μακεδονική σκηνή αναπόφευκτη.
Το εγκεφαλογράφημα δείχνει σχετική σταθεροποίηση. Δεν πρέπει να υποτιμάμε την κληρονομική προδιάθεση και το κοκτέιλ φαρμάκων ενισχύεται. Ο πατέρας του έφυγε στα σκοτάδια με την ερώτηση, ‘’ποιος είστε κύριε’’;
Φτιάχνει θίασο. Ανεβάζει τον Έμπορο της Βενετίας. Αποτυγχάνει οικονομικά και καλλιτεχνικά. Κάπου εκεί γνωρίζει και την Όλγα. Τον είχε ερωτευτεί από την Τρίτη
τάξη του γυμνασίου, όταν αυτός έπαιζε τον Μερκούτιο. Κι εδώ αρχίζει ένας έρωτας ιδιότροπος, προβληματικός. Η Όλγα οροθετική έρχεται και φεύγει χωρίς ο Στεφανίδης να βρίσκει λογική εξήγηση για την συμπεριφορά της. Ένας Στεφανίδης που από κει που βρισκόταν στα ύψη, βλέπει την καριέρα του να σκοντάφτει και να κατρακυλά. Αναγκάζεται να δεχθεί ρόλους ταπεινωτικούς κι εξευτελιστικούς. Να καταπίνει τις υποτιμήσεις, χάπια χωρίς αντίσταση. Τα βράδια βάζει κασέτες κι ακούει την ρωμαλέα φωνή του Μυράτ. ‘’Η παράσταση δεν είναι φώτα, δεν είναι σκηνικό, είναι οι άνθρωποι, εσείς κι εγώ’’. Κλείνει τα μάτια και φεύγει σε άλλο τόπο. Τάχα νέος, πετυχημένος, υγιής κι ανυποχώρητος. Υποδύεται τον παρελθόντα εαυτό του. Φωνή ετοιμόρροπη, άρθρωση σακατεμένη, χάσματα, παρατονισμοί, καταλήξεις μισερές και μεθυσμένες. Η πτώση!
Και η ανακοίνωση της Όλγας. Είμαι οροθετική. Ρήμα κι επίθετο το μυστικό. Οροθετική, ουσιαστικό που γίνεται συστατικό της ταυτότητάς της. Η κατάληξη θα γίνει μια τραγική περίπτωση επαφής κι έρωτα. Χωρίς προφυλάξεις, τώρα η Όλγα δεν θα είναι μόνη. Αυτοί οι δύο άνθρωποι ‘’συμβολικά’’ και μη είναι, πώς να το κάνουμε νοσούντες!
Κι ο συγγραφέας μας με την μυθοπλασία και με μεθοδευμένες κουβέντες σού λέει ξεκάθαρα για το πρόβλημα της φθοράς. Για τον έρωτα και τον μαρασμό του. Για τα έκπτωτα όνειρα. Για την σωματική και την πνευματική αρρώστια. Το ζενίθ και το ναδίρ, το επαγγελματικό. Την κρίση που ανατρέπει αξίες και καταβαραθρώνει όσους δεν προσαρμόζονται. Μέσα σε ρεαλιστικές συνθήκες οι άνθρωποι γυρίζουν την πλάτη, όταν τους έχεις ανάγκη. Το μυθιστόρημα κάθε άλλο πάρα στα μόνο ερωτικά το κατατάσσεις.
Ο Μίγγας μπαίνει τόσο βαθιά και θεατρικά στην πραγματικότητα των ηρώων του, που μάλλον δεν τους οδηγεί αυτός, αλλά τον πάνε οι ίδιοι εκεί που το θέλουν. Αυτόνομοι και ανεξάρτητες ήρωες του δείχνουν, του ανοίγουν το δρόμο. Της έμπνευσης. Κι αυτός προικισμένος με το ταλέντο να παρατηρεί από απόσταση. Κάποιες φορές να τους ανταγωνίζεται. Η Όλγα που έπλασε κάνει έφοδο στο σπίτι του. Τον ανακρίνει… θέλει να μάθει τι έχει στο μυαλό του για κείνη. Του λέει την ιστορία της. Παράπονο του κάνει για τον πολύπαθο ήρωά του, ότι περίμενε να νιώσει την διαφορετικότητά της. Συγγραφέας και ηρωίδα κοιμούνται μαζί. Εμπειρία βιωματική. Ο Μίγγας εξηγεί.. βρισκόμαστε σε μια λογοτεχνική πραγματικότητα. Είμαστε όλοι ήρωες σε μυθιστόρημα, που γράφει κάποιος ‘’τρίτος’’. Ένας τρίτος συγγραφέας έφτασε σε αδιέξοδο. Δημιούργησε εμένα κι έφτιαξε ένα τρίγωνο σχεδόν ιψενικό, για να λειτουργήσει σαν καταλύτης. Τώρα υπάρχει και ο ΑΛΛΟΣ.
Δεν συναντάμε συχνά πεζογράφο να μπλέκεται στα πόδια των πρωταγωνιστών του. Ο Μίγγας μπαίνει στο δικό του- τους σενάριο. Μάστορας της επινόησης, της κατασκευής, της αλληλεπίδρασης. Το κάνει και το κάνει με έναν τρόπο συναρπαστικό και ρεαλιστικό. Διαδραστικά. Σαν να θέλει να κλέψει κάτι από την μοναξιά τους, την παρακμή τους. Είναι κλέφτης ενός έρωτα που έχει πόνο, θυμό και θρήνο. Είναι κλέφτης της ανισορροπίας δυο ανθρώπων, που θέλει αυτός στο τέλος να τους νικήσει και να γίνει το πρώτο όνομα. Αφού πριν, τεχνηέντως εμβαθύνει στην ψυχολογία τους και στο υποσυνείδητό τους. Σε πάει από το ένα θέμα στο άλλο. Γυρίζεις σελίδα και είσαι αλλού. Και δεν καταλαβαίνεις πότε εμφανίζεται και πώς εξαφανίζεται. Κομματιάζει τους πρωταγωνιστές και πέφτουν τα κομμάτια τους σαν να είναι σοβάδες σε κουζίνα σπιτιού από την υγρασία. Μπερδεύει; Τις φαντασιώσεις και την φαντασία με την πραγματικότητα. Προσπαθεί να ξεφύγει, να ανεξαρτητοποιηθεί σελίδα την σελίδα μα κι αυτός και οι υπόλοιποι βρίσκονται στα χέρια Άλλου.
Μια σημείωση για το βιβλίο που ετοιμάζει, βρίσκεται με περίεργο τρόπο στον α’ τόμο από τα άπαντα του Μπόρχες. Ήθελε να ονειρευτεί έναν άνθρωπο. Ήθελε να τον ονειρευτεί ολόκληρο με κάθε λεπτομέρεια και να τον μεταφέρει στην πραγματικότητα.
Τον θέλει τον Στεφανίδη για πάντα θεατρίνο. Δεν είναι τυχαίο που τον έβαλε να κάνει τούτη την δουλειά! Ο καλλιτέχνης δεν την θέλει την έκπτωση. Δεν είναι τόσο τα λεφτά, όμως, αν κατέβει από το σανίδι χάθηκε. Ύστερα από τον Κρέοντα και τόσο μεγάλους ρόλους, έρχεται ο γέρος που τραυλίζει πάνω σε μια αναπηρική καρέκλα. Στενάχωρα τα σκαλοπάτια που κατεβαίνει… Συγκρίνει αναμνήσεις άλλων εποχών και τον τσακίζουν. Τα πρόσφατα τα γεγονότα περνούν στην λήθη πιο εύκολα. Αυτές επιμένουν πεισματικά. Σε λίγα χρόνια η ζωή θα φύγει. Έξω από την πόρτα οι άνθρωποι ζουν, γελούν, πονάνε, ερωτεύονται, πληγώνονται, πέφτουν. Κι αυτός μέσα στο σπίτι θαμμένος, νεκρός με αναμνήσεις. Πρόβα θανάτου. Ένα σπίτι που ρημάζει. Και κάνει πράξη την ατάκα που ισχυριζόταν κάποτε δια στόματος θείου Βάνια, ‘’πίνοντας έχεις την εντύπωση πως ζεις’’. Το οινόπνευμα μουλιάζει το μυαλό και λύνει το σώμα.
Να ζει κανείς ή να μην ζει; Τι συμφέρει στον άνθρωπο; Το ίδιο βράδυ μπαίνουν διαρρήκτες στο σπίτι. Το μεθύσι δεν τον αφήνει να καταλάβει τι γινόταν. Διακρίνει μόνο δυο ασώματες κεφαλές που πηγαινοέρχονται. Ίσως η πιο δυνατή του βιβλίου στιγμή. Δεν θες να τελειώσει. Βλέπει την μάνα του, νέα κι όμορφη. Βγαλμένη από την φωτογραφία του γάμου της. ‘’Μάνα μου κλέβουν την ζωή’’. Κάποιος τραβάει τα κομμάτια του και σκίζονται. Λιώνουνε σαν χαρτί βρεγμένο. Παραιτείται. Στρέφει το βλέμμα προς το μέρος που πριν είχε δει να κάθεται ο πατέρας του. Εκείνος του φωνάζει… ‘’αγόρι μου, ρίξε με απ’ το μπαλκόνι πριν να είναι αργά’’. Η αντίδραση αποστομωτική.. ‘’Εγώ, όμως πατέρα αύριο σαν σηκωθώ, λέω να φύγω. Θα φύγω ρε πατέρα. Τώρα που έχω πόδια, κεφάλι και καρδιά. Χειμώνας θα ‘ναι. Παγωμένος. Έτσι θέλω’’. Και ναι, είναι η πιο ανατριχιαστική στιγμή του έργου. Που περιγράφεται χωρίς λογοτεχνικές φαμφάρες. Απλά, στεγνά, ωμά.
Μέχρι εδώ. Ο κύριος τελείωσε!
Ο Στεφανίδης βρέθηκε νεκρός. Ο θάνατος σύμφωνα με έκθεση του ιατροδικαστή οφείλεται σε παθολογικά αίτια. Οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου.
Μετά από ενάμιση χρόνο ο ‘’φιλόδοξος’’ συγγραφέας μας, περπατά αγκαζέ με την Όλγα στην έκθεση βιβλίου. Είχε κάνει ό,τι κι ο Μπόρχες. Πριν πεθάνει ο Οτάλορα καταλαβαίνει ότι τον είχαν προδώσει από την αρχή. Ο Μίγγας; Τον καταδίκασε τον Στεφανίδη; Τον κορόιδεψε; Τον άφησε να γνωρίσει τον έρωτα, να του δοθεί, να τον χαρεί, να εξιλεωθεί για όσα είχε κάνει; Και ταυτόχρονα τι; Εκμηδένιζε και ξέφτιζε την σχέση του; Τον πέθανε και του πήρε έπαθλο δικό του την γυναίκα που αγάπησε;
Ο Άλλος, ίσως να μην έχει τελειώσει ακόμη το μυθιστόρημά του κύριε συγγραφέα μας. Αναρωτιέμαι τι επιφυλάσσει για σένα στο τέλος της τούτη η ιστορία. Η μανία σου για τον Μπόρχες και η πείρα που ‘χεις πάνω σε αυτόν θα ξέρεις πολύ καλά ότι δεν βγαίνει κάποιος εύκολα από τους λαβύρινθους…
Μαίρη Γεωργιοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου