Έχει κολλήσει στο μυαλό μου
εκείνη η μάνα στον Ταύρο, στη μονοκατοικία, με την αυλή τη γεμάτη λουλούδια.
Πάσχα ήταν. Και τα λουλούδια παντού. Χρώματα έπνιγαν τη μικρή αυλή. Έμπαιναν
μέχρι μέσα στο σπίτι. Ανέβαινες πέντε, όχι, έξι σκαλιά, και βρισκόσουν στο
σπίτι. Λαμποκοπούσαν τα πάντα. Έπιπλα, κουρτίνες, πετσετάκια στα τραπεζάκια.
Μύριζε φαγητό μαμαδίστικο. Μύριζε καθαριότητα. Μύριζε μαμά. Μύριζε φροντίδα.
Μύριζε αγάπη. Της πήγα τον μικρό. Να τον αφήσω. Να
μείνει μαζί της το Σαββατοκύριακο. Την φανταζόμουν κακιά και απόμακρη. Πόνο είδα. Πονούσε. Μ’ αγκάλιασε σα να με γνώριζε χρόνια. Σα να ‘μαστε γειτόνισσες και πέρασα για τα «χρόνια πολλά». Πήγα για να φύγω. Δεν ήθελα να φύγω. Ήθελα να μείνω εκεί. Κράτα με κι εμένα εδώ μαζί σου. Θέλω να βλέπω το πρόσωπό σου. Χαμογελάς. Για τον μικρό. Να με κεράσετε. Όχι δεν νηστεύω. Ναι, τρώω γλυκό του κουταλιού. Περγαμόντο. Το αγαπημένο μου. Μόνη της το ‘φτιαξε. Όλα μόνη της τα φρόντιζε. Δουλειές για το Πάσχα. Και τα παντζούρια πλυμένα. Και τα τζάμια αστραφτερά. Μεγάλη Εβδομάδα. Προετοιμασίες την εβδομάδα των παθών. Και τα πασχαλιάτικα κουλουράκια στο τραπέζι. Θα ζυμώσετε και τσουρέκια. Για το παιδί. Προετοιμασίες για τη σταύρωση. Προετοιμασίες για την ανάσταση του Κυρίου. Ναι, δε με πειράζει. Να καθίσουμε στην κουζίνα αφού έχετε την κατσαρόλα στο μάτι. Φακές έβραζε και ευωδίαζε όλο το σπίτι. Σαν τον τάφο του Χριστού. Κενοτάφιο και αναδυόταν η ομορφότερη ευωδιά του κόσμου. Σάββατο του Λαζάρου. Η πρώτη ανάσταση. Προάγγελος αναστάσεων και ελπίδας. Αύριο θα μπει ο Κύριος θριαμβευτής στην Ιερουσαλήμ. Θα τον ραίνουν βάγια. Σαν αυτά που έβαλες να βράσουν με τις φακές. Με πήρε από το χέρι και μου έδειξε το σπίτι. Κράτα μου το χέρι. Όλο το πρωί σιδέρωνα. Όλα είναι έτοιμα, σιδερωμένα, τακτοποιημένα πάνω στον καναπέ με το λουλουδάτο κάλυμμα. Συνέχεια της αυλής στο καθιστικό. Και το λευκό πουκάμισο κρεμασμένο ψηλά στο πόμολο της ντουλάπας. Λευκό, πεντακάθαρο, σιδερωμένο. Της Μαρίας μου. Να το φορέσει το Πάσχα. Στην Ανάσταση. Θα γυρίσει η Μαρία μου. Της το έχω έτοιμο το λευκό της πουκάμισο. Θα είναι όμορφη στα λευκά της. Θα κάνουμε μαζί Πάσχα φέτος. Θα δει και το παιδί. Θα γυρίσει η Μαρία μου. Την περιμένω. Σήμερα αύριο θα έρθει. Έχει το όνομα της Παναγιάς. Δεν το φόρεσε το λευκό πουκάμισο, το σιδερωμένο, η Μαρία. Γύριζε. Γύριζε την εβδομάδα των παθών. Γύριζε στον σταυρό. Χρόνια πάνω στο σταυρό. Η Μαρία πέθαινε μια στάλα κάθε χρόνο. Η μάνα την ανάσταινε κάθε Πάσχα. Την έντυσε το λευκό πουκάμισο. Πώς να σ’ αναστήσω Μαρία να κρατήσεις το χέρι της μάνας; Πώς να σ’ αναστήσω Μαρία να δεις το παιδί σου; Να δεις πόσο όμορφος άντρας έγινε.
μείνει μαζί της το Σαββατοκύριακο. Την φανταζόμουν κακιά και απόμακρη. Πόνο είδα. Πονούσε. Μ’ αγκάλιασε σα να με γνώριζε χρόνια. Σα να ‘μαστε γειτόνισσες και πέρασα για τα «χρόνια πολλά». Πήγα για να φύγω. Δεν ήθελα να φύγω. Ήθελα να μείνω εκεί. Κράτα με κι εμένα εδώ μαζί σου. Θέλω να βλέπω το πρόσωπό σου. Χαμογελάς. Για τον μικρό. Να με κεράσετε. Όχι δεν νηστεύω. Ναι, τρώω γλυκό του κουταλιού. Περγαμόντο. Το αγαπημένο μου. Μόνη της το ‘φτιαξε. Όλα μόνη της τα φρόντιζε. Δουλειές για το Πάσχα. Και τα παντζούρια πλυμένα. Και τα τζάμια αστραφτερά. Μεγάλη Εβδομάδα. Προετοιμασίες την εβδομάδα των παθών. Και τα πασχαλιάτικα κουλουράκια στο τραπέζι. Θα ζυμώσετε και τσουρέκια. Για το παιδί. Προετοιμασίες για τη σταύρωση. Προετοιμασίες για την ανάσταση του Κυρίου. Ναι, δε με πειράζει. Να καθίσουμε στην κουζίνα αφού έχετε την κατσαρόλα στο μάτι. Φακές έβραζε και ευωδίαζε όλο το σπίτι. Σαν τον τάφο του Χριστού. Κενοτάφιο και αναδυόταν η ομορφότερη ευωδιά του κόσμου. Σάββατο του Λαζάρου. Η πρώτη ανάσταση. Προάγγελος αναστάσεων και ελπίδας. Αύριο θα μπει ο Κύριος θριαμβευτής στην Ιερουσαλήμ. Θα τον ραίνουν βάγια. Σαν αυτά που έβαλες να βράσουν με τις φακές. Με πήρε από το χέρι και μου έδειξε το σπίτι. Κράτα μου το χέρι. Όλο το πρωί σιδέρωνα. Όλα είναι έτοιμα, σιδερωμένα, τακτοποιημένα πάνω στον καναπέ με το λουλουδάτο κάλυμμα. Συνέχεια της αυλής στο καθιστικό. Και το λευκό πουκάμισο κρεμασμένο ψηλά στο πόμολο της ντουλάπας. Λευκό, πεντακάθαρο, σιδερωμένο. Της Μαρίας μου. Να το φορέσει το Πάσχα. Στην Ανάσταση. Θα γυρίσει η Μαρία μου. Της το έχω έτοιμο το λευκό της πουκάμισο. Θα είναι όμορφη στα λευκά της. Θα κάνουμε μαζί Πάσχα φέτος. Θα δει και το παιδί. Θα γυρίσει η Μαρία μου. Την περιμένω. Σήμερα αύριο θα έρθει. Έχει το όνομα της Παναγιάς. Δεν το φόρεσε το λευκό πουκάμισο, το σιδερωμένο, η Μαρία. Γύριζε. Γύριζε την εβδομάδα των παθών. Γύριζε στον σταυρό. Χρόνια πάνω στο σταυρό. Η Μαρία πέθαινε μια στάλα κάθε χρόνο. Η μάνα την ανάσταινε κάθε Πάσχα. Την έντυσε το λευκό πουκάμισο. Πώς να σ’ αναστήσω Μαρία να κρατήσεις το χέρι της μάνας; Πώς να σ’ αναστήσω Μαρία να δεις το παιδί σου; Να δεις πόσο όμορφος άντρας έγινε.
Μαρίνα Μάγκλαρη
Δραματοθεραπεύτρια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου