Δευτέρα 11 Απριλίου 2016

Απόσπασμα από το βιβλίο "Ο Σκιοφύλακας" του ΦΩΤΗ ΚΑΤΣΙΜΠΟΥΡΗ.



Δε θα υπήρχε λόγος να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι αυτή τη νύχτα, αν σε κάποια στιγμή δεν ένιωθε το υδραυλικό της σύστημα, αφόρητα υπερφορτωμένο. Το είχε αναβάλει δυο τρεις φορές, όμως τώρα δε γινόταν να μην σηκωθεί, εκτός αν αποφάσιζε ύστερα από δυόμισι δεκαετίες να βρέξει τα πάντα στο κρεβάτι της. Κακή ιδέα.

Σηκώθηκε χωρίς να ανοίξει καλά τα μάτια και με άτσαλα νυσταγμένα βήματα πήγε στο μπάνιο. Ανακούφιση, πραγματική ανακούφιση και χωρίς να βγει έξω απ’ τη γλυκιά ζάλη του ύπνου. Θα ξαναπήγαινε βολίδα στο κρεβάτι της για να συνεχίσει το όνειρο της
ανάβασης του Ταϋγέτου.

Αυτή και ο Τάσος πάνω στις μηχανές τους, να τρέχουν πλάι πλάι, κατεβαίνοντας τους "πέντε δρόμους" και μετά να διασχίζουν την κοιλάδα του Νέδοντα για να αρχίσουν να ανηφορίζουν προς την κορυφή. Περνούσαν μέσα από τους γκρεμούς της κοιλάδας με τους κοφτερούς βράχους, να υψώνονται από πάνω τους κι ύστερα ανεβαίνοντας ψηλότερα, οι ρόδες των μηχανών να κυλάνε πάνω στους ίσκιους που ένωναν στην άσφαλτο, τεράστια έλατα και πλατάνια. 

Κόβοντας ένα κομμάτι χαρτί τουαλέτας σκέφτηκε κάνα δυο παραλλαγές του ονείρου που θα επιθυμούσε πολύ να δει στο δεύτερο ημίχρονο του ύπνου της.

Γιατί να έχουν δυο μηχανές κι όχι μια. Οι δυο τους λοιπόν πάνω σε μια μηχανή. Μια ωραία εκδοχή θα ήταν, να οδηγεί ο Τάσος κι αυτή πίσω να σφίγγει την κοιλιά του με τις παλάμες και να πιέζει το σώμα της πάνω στο δικό του, κάθε φορά που πλάγιαζε τη μηχανή στις στροφές. Κι ενώ ο αέρας της εξοχής παγώνει τα πρόσωπα, τα χέρια και τα πόδια, εκείνο το πολύτιμο σημείο ανάμεσά τους να ζεσταίνεται από την επαφή.

Η επόμενη εκδοχή θα ήταν να οδηγεί αυτή και να είναι από πίσω ο Τάσος, σφίγγοντας το δικό της σώμα σε κάθε πλάγιασμα της μηχανής και φυσικά να αισθάνεται την ίδια ζεστασιά από το άγγιγμα του δικού του σώματος.

Δεν ήξερε τι να πρωτοδιαλέξει, αλλά θα άφηνε την επιλογή σ’ εκείνον τον αρχαίο τύπο, το θεό του ύπνου. Όποια απ’ τις δυο φαντασιώσεις επέλεγε να της στείλει ο Μορφέας, θα ήταν καλοδεχούμενη σκέφτηκε, καθώς ανέβαζε το εσώρουχο στους γοφούς.

 Ίσως θα ‘πρεπε να κρατήσει μισόκλειστα τα μάτια λίγο ακόμα, μέχρι να γυρίσει στο δωμάτιο και να βυθιστεί ολοκληρωτικά στον κόσμο των φαντασιώσεων. Κι ίσως θα ‘πρεπε να προσπεράσει, βγαίνοντας από το μπάνιο, την αίθουσα υποδοχής, σαν να μην πρόσεξε το στρογγυλό αντικείμενο που κύλησε στο πάτωμα κι έφτασε στα πόδια της.

Χτύπησε μαλακά στα δάχτυλά της και σταμάτησε. Ήταν ένα παράξενο, στρογγυλό αντικείμενο. Ένα αυτοσχέδιο τόπι, φτιαγμένο από μακριές λωρίδες υφάσματος, ένα τόπι φτιαγμένο από παλιά κουρέλια.

Άκουσε σιγανά γέλια στην άλλη άκρη της αίθουσας. Κοιτάζοντας προς τα κει δεν είδε κανέναν. Το τόπι όμως συνέχιζε να υπάρχει, φράζοντας το δρόμο προς την πόρτα του δωματίου της.

Έσκυψε και το πήρε στα χέρια. Τα κουρέλια του ήταν παλιά και σαπισμένα. Περιστρέφοντάς το με τις παλάμες, μερικά έπεσαν κάτω και το τόπι ανέδυσε το γνωστό άρωμα, το βαρύ, μεθυστικό άρωμα πικραμύγδαλου που ζαλίζει με τις πρώτες εισπνοές, όταν μάλιστα πηγάζει από τόσο κοντά.

Άκουσε πάλι τα γέλια στο βάθος της σκοτεινής αίθουσας. Κοιτάζοντας τώρα προς τα κει, της φάνηκε ότι είδε τους δυο μικρούς στενόμακρους θάμνους να ξεχωρίζουν  μέσα στο σκοτάδι.

«Πώς στο καλό βρέθηκαν εδώ;»

Της φάνηκε ακόμα ότι τους είδε να μεγαλώνουν σαν να προχωρούσαν προς το μέρος της. Στην πλαγιά είχε παρομοιάσει τους θάμνους με κάτι. Τώρα ανακάλυπτε ότι έμοιαζαν με μικρές ανθρώπινες φιγούρες, οι φιγούρες δύο κοριτσιών ίσως. Όμως γιατί είχαν βρεθεί εκεί και γιατί φαίνονταν σαν να την πλησιάζουν; Η κίνησή τους ήταν αφύσικη. Δεν έμοιαζαν να περπατάνε αλλά κυλούσαν, κυλούσαν αργά, χωρίς να πατάνε στο πάτωμα.

«Μπορεί να μην είναι και τίποτα».

 Μπορεί να ήταν ψευδή είδωλα που σχηματίζουν τα μάτια του καθενός, όταν ατενίζουν για πολύ ώρα το σκοτάδι. Το τόπι όμως το ξεχνούσε εντελώς και το άρωμα που ανέδυε βοηθούσε καλά να ξεχνάει τα πιο πρόσφατα. Κράτησε το τόπι με το ένα χέρι ενώ προσπαθούσε να θυμηθεί τι κράταγε και πήγε στην είσοδο. Τι ήθελε να κάνει, ούτε αυτό μπορούσε να το θυμηθεί. Απ’ τη μεγάλη αίθουσα οι φιγούρες συνέχιζαν να κυλάνε.

Α, ναι, ήθελε να ανάψει το φως για να διαλυθούν οι ψευδαισθήσεις των ματιών της. Πριν πατήσει το διακόπτη διέκρινε την παγωμένη ανάσα της να αιωρείται σαν ατμός. Το φως της εισόδου απ’ έξω κάπως τη βοηθούσε να βλέπει. Η παγωνιά γινόταν ανυπόφορη, όση ώρα κοιτούσε το τόπι –τι στο καλό ήταν αυτό το τόπι- και ύστερα ξανάκουσε κάτι από την αίθουσα. Τελικά πάτησε το διακόπτη και η αίθουσα φωτίστηκε από τη μια άκρη ως την άλλη. Δεν υπήρχε τίποτα.

Το τόπι όμως υπήρχε ακόμη στο χέρι της, δε διαλύθηκε σαν ψευδαίσθηση που τη σβήνει το φως και το άρωμα συνέχιζε να πλανάται. Άρχισε να εξετάζει το τόπι στο φως. Κάθε φορά που τα δάχτυλά της μετατοπίζονταν για να το περιστρέψουν, έπεφταν κομμάτια απ’ τα σαπισμένα κουρέλια. Σταμάτησε να το γυρίζει όταν παρατήρησε ότι κάτι κινιόταν μέσα του και προσπαθούσε να ξετρυπώσει στην επιφάνεια.

Σε ένα σημείο ξεχώρισε ένα άσπρο, μακρουλό και γλοιώδες πράγμα που ξεπρόβαλε ανάμεσα απ’ τα σάπια κουρέλια. Ένα σκουλήκι, ένα παχύ σκουλήκι είχε βγει πάνω και πήγαινε να σκαρφαλώσει στον αντίχειρά της. Και πιο κει ξετρύπωνε άλλο ένα και πάρα κει ένα άλλο. Αμέτρητα σκουλήκια ξεπρόβαλαν απ’ όλες τις σχισμές. Το πρώτο ήδη πατούσε πάνω στο νύχι της και τα υπόλοιπα κινιόνταν ακολουθώντας το πρώτο σαν να ήθελαν να ανέβουν στα δάχτυλα, στα χέρια, σε όλο της το σώμα. Αηδίασε.

Άφησε το τόπι να πέσει και τίναξε τα σκουλήκια απ’ τα δάχτυλά της. Το άρωμα εκείνη τη στιγμή άλλαξε σε μια οσμή βρωμερής σήψης, ενώ το τόπι που έπεσε κάτω, διαλύθηκε εντελώς μπροστά στα πόδια της.

Τα κουρέλια που είχαν σκορπιστεί άρχισαν να κινούνται. Δεν ήταν κουρέλια πια αυτά που σέρνονταν στο πάτωμα, ήταν φίδια. Μικρά μαύρα φίδια που έβγαζαν διχαλωτές γλώσσες και άνοιγαν απειλητικά τα στόματά τους. Σαν να είχαν συνεννοηθεί, άρχισαν να έρπουν όλα μαζί κατά τα πόδια της. Ανατρίχιασε κι άρχισε να πισωπατάει, τη στιγμή που όλα τα φώτα έσβησαν. Πρέπει να σκόνταψε κάπου, ή να παραπάτησε καθώς βρέθηκε ξαπλωμένη στο πάτωμα.

Ήταν αρκετά ζαλισμένη, τόσο που δεν μπορούσε να κινηθεί για να σηκώσει το σώμα της, ωστόσο διατηρούσε ακόμα τις αισθήσεις. Προσπάθησε πολύ να μην αφήσει τη ζάλη να την κοιμίσει εκεί. Η ιδέα που την άγχωσε περισσότερο από κάθε τι άλλο, ήταν ότι τα φίδια μπορεί να την έψαχναν στο σκοτάδι.

Όταν κατόρθωσε να σηκωθεί στους αγκώνες, ένιωσε κάτι παγωμένο να έρπει στον αστράγαλο του δεξιού της ποδιού. Λίγο μετά ένα άλλο ερπετό σύρθηκε πάνω στην αριστερή της κνήμη. Τα φίδια την είχαν ανακαλύψει και μετέδιδαν τηλεπαθητικά το σήμα στη  υπόλοιπη ομάδα.

 Αισθάνθηκε το ψηλάφισμα μιας διχαλωτής γλώσσας στο λαιμό, κάτω από το λοβό του αφτιού και ταυτόχρονα δεκάδες παγωμένα αγγίγματα σε όλο της το κορμί. Οι αγκώνες της λύθηκαν και τα πάντα χάθηκαν γύρω της καθώς λιποθυμούσε. Κλείνοντας τα μάτια πρόλαβε να δει τις δύο κοριτσίστικες φιγούρες, λευκοδιάφανες κι εχθρικές να στέκονται από πάνω της.

Ενώ είχε κλείσει τα μάτια, κάποιοι ψίθυροι έφτασαν στα αφτιά της:

«Να αφήσεις τη μάνα μας και να φύγεις».

«Μόνο εμάς αγαπάει, το ακούς; Μόνο εμάς. Αλλιώς…»

«Πες της το, πες της το».

«Θα πεθάνεις. Θα πεθάνεις. Θα σε πάρουμε κάτω… μαζί μας… να χαθείς για πάντα».

Η πόρτα άνοιξε εκείνη τη στιγμή πάνω από το κεφάλι της Ανθής. Όλα εξαφανίστηκαν και το φως γέμισε τη μεγάλη αίθουσα.



                                            Φώτης Κατσιμπούρης

                                                    Συγγραφέας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου