Γυναίκα μόνη. Ετών… άνευ ηλικίας. Διαβάζει
ποιήματα και διηγήματα. Μετά γράφει τα δικά της. Έρχεται στο μαγαζί με ένα
ημερολόγιο φουλ του ροζ, τέρμα κοριτσίστικο, στην τσίτα χαρούμενο κι όλο
μουντζουρώνει. Και μουντζουρώνει και παραμιλάει. Τα μαλλιά τα κρατάει στο
κεφάλι με μικρές μικρές πινέζες. Από αυτές που στερεώνεις τα χαρτιά σου σε πίνακα
ανακοινώσεων. Είναι συνέχεια λυπημένη. Γέρνει το κεφάλι στον τοίχο και καπνίζει
Marlboro
σκληρό. Χαίρεται μόνο, όταν της παίζω λα λα λα το passenger του
Iggy.
Την λένε Λέξη. Ναι, μην σου κάνει εντύπωση. Tο όνομα που της έδωσαν είναι Λέξη.
Ζει στον βορρά. Παίζει ακορντεόν κι αγαπάει τα γαλλικά. Κυκλοφορεί φήμη πως ένα
κακό, ένα μεγάλο κακό έγινε στα νιάτα
της. Το λογικό το έχει χαμένο. Και δεν τους θέλει τους ανθρώπους. Ούτε τον Θεό.
Θέλει να ξυπνάει, να τρώει, να περπατάει την Αγίου Δημητρίου, πάνω κάτω, μόνη.
Και μόνη
να κοιμάται. Από άποψη κι επιλογή. Τουλάχιστον έτσι ήταν στην αρχή. Μετά την έκαναν και οι άλλοι πέρα.
να κοιμάται. Από άποψη κι επιλογή. Τουλάχιστον έτσι ήταν στην αρχή. Μετά την έκαναν και οι άλλοι πέρα.
Δεν της έμαθε ποτέ κανείς τις μαύρες σακούλες των
σκουπιδιών. Τους κάδους των απορριμμάτων. Εκεί που πετάς, που πρέπει με
φρονιμάδα να πετάς όλες τις αρνήσεις.
Όλο το κακό το παρελθόν. Την βλέπω πάντα μόνη. Έχει μία φίλη. Και μοναδική.
Μαρία την λένε. Καμιά φορά μπερδεύεται και την φωνάζει Δέσποινα. Καμία δεν έχει
την χάρη τους. Ούτε την δύναμή τους. Αυτές οι δύο δεν κοιμούνται ποτέ. Δεν
φτιάχνουν φωλιές. Κουβεντιάζουνε στα όρθια κι αποφασίζουν. Κουβεντιάζουν με
τους αόρατους γάλλους υπηκόους. Μαζί να αποβάλλουν το ανυπόφορο. Το πετάν σε
τσαλακωμένα χαρτιά και του ρίχνουν για ξόρκι, ξεχειλισμένα μελάνια. Να φύγει το
κακό.
Καταφθάνουν απρόσκλητες με εύφλεκτη γρηγοράδα κι
άλλες λέξεις-γειτόνισσες. Σκουντουφλάει κι ασελγεί η μια πάνω στην άλλη. Η δικιά μου η
κυρία Λέξη, δεν τις θέλει. Σαν την μάνα
με την κόρη. Δεν τα πάνε καλά. Μετά μπαίνουν σε σειρά, γίνονται συνομοταξία. Αγκαλιάζονται
κι αγαπιούνται. Δουλεύουν μαζί. Τα χαλαρά τα πρωινά οι ιστορίες που φτιάχνουν είναι
πιο δροσερές. Τις νύχτες που υποφέρουν τονίζουν πιο πολύ τα σύμφωνα και πλάθουν
μύθους τρομακτικούς. Την μία μένουν πιστές στο σχέδιο το πρωτότυπο. Την άλλη
ζητούν την αλλαγή. Τα αφήνουν όλα στην μέση, λειψά. Κινούνται ανάμεσα στον
θάνατο και στην ζωή. Στην παράνοια και στην αλήθεια.
Οι λέξεις είναι φίλες. Οι λέξεις είναι εχθροί.
Πάσχουν από ακράτεια συναισθημάτων. Είναι ισορροπιστές. Είναι καθωσπρέπει και ρομαντικές. Είναι
απότομες κι επαναστατικές. Στον κόσμο
αυτό της άνοιας και της ανίας είν’ αιφνίδιες και κρατάνε την κυρία Λέξη ζωντανή.
Γιατί είναι φτιαγμένες από ξυράφι και γυαλί. Tην μία στιγμή, την σκίζουν την
κυρία Λέξη μου. Πονάει κι έτσι καταλαβαίνει ότι ζει. Ζην επικινδύνως. Είναι
φτιαγμένες από βαμβάκι κι αγάπη. Μετά την ράβουν, απαλά.
Την Λέξη την βλέπω... το χειμώνα, όταν βρέχει μόνο,
μόνη. Χωρίς ομπρέλα. Με παιδική ομπρέλα. Μάγκας η σταλμένη εξ ουρανού βροχή που
την ξεκουνάει. Nτυμένη
με ρακένδυτη μιζέρια βγαίνει από το σπίτι. Ίδια τελειωμένο πρεζόνι. Τις άλλες ώρες μέχρι
και τα παράθυρά της από άποψη και πείσμα είναι κλειστά. Την παίρνουν για τρελή.
Πώς τα καλοκαίρια τα παλεύει; Κάθεται σε μαρμαρένια σκαλιά. Επιστρέφει με
μουσκεμένη ψυχή. Κρεμιέται στην ντουλάπα, ξύλινο παλτό της Γώγου και
περιμένει... η θερμάστρα να στεγνώσει την μοναξιά της. Κατεβάζει ένα χάπι με
ύδωρ αμίλητο. Δεν έχει φορμαρισμένη γνώση. Πίνει αλκοόλ. Χαρά βρίσκει μόνο στα
πεσιμιστικά. Μπερδεύει τα γράμματα. Τον ενικό τον περνάει για πολλούς αριθμούς.
Το άλφα το καθαρό το βρομίζει και το τονίζει λάθος. Αυτή που κάποτε αυστηρή
φιλόλογος δίδασκε τους κανόνες τους
γραμματικούς στους μαθητές της. Με τα επίθετα δεν τα πάει καλά. Τις
θέλει τις περιγραφές χωρίς γιρλάντες. Νέτες. Ξερές.
Η βαθιά της δυστυχία την ωθεί να γράψει για
μετανάστες, για χώρες, για καταβολές, για απαγορεύσεις. Για πόλεμο και ειρήνη. Η
με ταχύτητα φωτός κυκλοθυμία της, της βάζει στο μυαλό περιπέτειες κι αμαρτίες. Γεννάει
θαύματα... αλλά είναι μόνη. Ίσα που προλαβαίνω να σου πω γι’ αυτήν πριν
αστράψει ο κεραυνός και την κάψει. Πυρο-τέχνημα.
Οι άλλες λέξεις και τα χαρτιά της πείραξαν το
μυαλό. Της έκλεψαν την ύπαρξη. Η παρουσία της άρχισε να γίνεται στοιχειό. Την
έχω χάσει εδώ και καιρό. Η απουσία της άρχισε να στοιχειώνει. Τα γραμμένα της
χαρτιά που βρέθηκαν μας δίχασαν. Μας ένωσαν και μας χώρισαν. Από τα βιβλία της στάζει μελάνι. Ό,τι βγαίνει
από τον κόπο τους και τον πόνο τους, το αρπάζουν οι άνθρωποι. Αν γινόταν κάτι
και χανόταν το ανθρώπινο το είδος οι καρποί τους θα ήταν ακόμη εδώ.
Η κυρία Λέξη θα πεθάνει μόνη… όπως έζησε… όπως το
διάλεξε να ζήσει.
Η μοναξιά βλέπεις, για την δικιά σου λέω… για την
δικιά μας μοναξιά σου λέω, ‘’χορεύει στα
τραπέζια ξυπόλητη ζεμπέκικο κρατώντας στα μπλαβιασμένα χέρια της ένα καλά
ακονισμένο τσεκούρι’’.
Μαίρη Γεωργιοπούλου
#μοναξιά
Για
την δικιά μας μοναξιά, σου λέω…
Ονοματίζεις κάτι που ανακαλύπτεις,
το αναγάγεις σε πραγματικότητα επειδή το συναντάς, το επεξεργάζεσαι, ερευνώντας
διαστάσεις, χαρακτηριστικά, στατιστικά. Συνεχίζεις και ασχολείσαι μαζί του
επειδή το φοβάσαι. Για να μαλακώσεις το φόβο , το μετατρέπεις σε τέχνη.
Χρειάζεσαι χιλιάδες στόματα να το τραγουδούν, πλάνα και φωτογραφία να το
απεικονίζουν, να το βάλουν σε πλαίσιο μη ξεφύγει και ξεχυθεί.
Τα μεγαλύτερα θέματα
και ερωτήματα είναι όσα εξαντλούνται σε περιγραφές, σε ώρες αναζήτησης αλλά
μένουν αναπάντητα κυρίως για εμάς.
Την απάντηση σε πολλά
πράγματα, την δίνουν πολλές φορές κατά λάθος τα τραγούδια. Ακούγοντας το Eleanor
Rigby των Beatles ή το Us
and
Them των Pink Floyd, αντιλαμβάνεσαι την μοναξιά -μιας και μιλάμε για αυτήν- ως
έναν περίεργο αιθέρα, ένα νέφος που μπουρδουκλωμένο μέσα στα άλλα νέφη του
θαυμαστού μας κόσμου, υπάρχει μαζί με τα πανύψηλα μας κτίρια, γδέρνοντας την οι
μοντέρνες κεραίες και τα αλεξικέραυνα. Η αλήθεια είναι πως κοιτάζοντας από κάτω
προς τα πάνω μες στις Μητροπόλεις, ένας άνθρωπος δε μπορεί παρά να
συνειδητοποιεί την μικρότητα του. Ανάμεσα στα τεράστια φαράγγια των
πολυκατοικιών, των γεφυρών, του κρυμμένου ουρανού, αν κοιτάξουμε ξαφνικά πάνω,
ενίοτε θα σκάσει ξαφνικά σαν αμόνι πάνω σε πολλούς η μοναξιά. Εκατομμύρια μικρά
αμόνια, αντιφατικά ελαφρά σε βάρος, σκάνε στον δρόμο.
Η εποχή μας έχει μια
τάση να δαιμονοποιεί κάθε τι που φοβάται. Το είπαμε και πιο πάνω. Μας θέλει
στην συνεχή εξωστρέφεια, στο χαμόγελο, στη χειραψία, σε ένα διαρκές μοίρασμα
των στιγμών χωρίς ανάσα, δευτερόλεπτο χωρίς ησυχία και σιωπή, χωρίς να δηλώνoυμε παρουσία, να υπάρχουμε έστω
για μια στιγμή ακαδράριστοι (sic). Η εποχή επιθυμεί και επιτάσσει το ιδιωτικό να
γίνεται δημόσιο, να φτάνουμε παντού αλλά βασικά να μην πατάμε πουθενά. Δεν
πρέπει να συγχέουμε τη μοναξιά με μια προσωπική κατάσταση, κάτι σαν διάγνωση
που φέρει κάποιος επειδή ξάφνου διαταράσσεται η σχέση του με την
πραγματικότητα. Αν θέλετε κοιτάξτε λίγο γύρω, βάζοντας την όραση σε slow motion, τα χιλιάδες πόδια σαν διαβήτες
να ανοιγοκλείνουν σε σκάλες, διαβάσεις, τη μανία η διαδρομή να γίνει έπος καθώς
τα δάχτυλα δε σταματούν λεπτό να πληκτρολογούν μηνύματα, να αλλάζουνε
τραγούδια, αλλά τα μάτια να παραμένουν ακίνητα. Κάτι συμβαίνει εκείνη τη στιγμή
και συμβαίνει ταυτόχρονα σε εκατοντάδες μάτια που συναντιούνται, ανταλλάσσοντας
ενέργεια, αλλά όχι κατανόηση.
Και η βιασύνη
συνεχίζεται. Ολόκληρες λέξεις γίνονται κώδικες, τρία γράμματα όλες κι όλες,
φάτσες ψηφιακά τεχνητές. Βιβλιοπωλεία και δισκάδικα αδειάζουν, τηλεοράσεις
γιγαντώνονται μέσα σε μικρά σαλόνια,
ξάφνου όλοι έχουν ανάγκη από κάψουλες καφέ και μηχανές, διακοσμημένες
πάνω στον πάγκο της κουζίνας, wi fi να φτάνει μέχρι τη μπανιέρα.
Θέλουμε απλά όλο τον κόσμο μες τα πόδια μας, μέσα στις χούφτες μας να κατεβαίνει
σε εφαρμογές, τις αισθήσεις να αντικαθιστούνται εργαλειακά. Η μοναξιά είναι
συνθήκη και έχει πλέον ένα δικό της αιώνα. Έχει βεληνεκές. Από την προσβολή του
εργοδότη, την ανεξάντλητη Δευτέρα μέσα σε κάποια εφορία, μέχρι τη φράση-mantra που λες στον εαυτό σου κάθε
βράδυ για να ετοιμαστείς για το επόμενο πρωί.
Δεν δείχνει να πονάει αλλά μουδιάζει.
Να κατατάσσεις κάτι λεκτικά
σημαίνει ότι θες να το περιορίσεις, να το κεντράρεις και ύστερα να εξαντληθείς
μαζί του. Με οποιοδήποτε τρόπο, με κάθε γούστο. Nα το φέρεις μέσα σε έναν δικό σου
κόσμο. Μόνο για εσένα.
Στέλιος Μοίρας
Rogamar, ποιητική συλλογή,
2013
Sombras X, ποιητική συλλογή, 2014
Μέσα από τα μάτια της, μυθιστόρημα,
2015
Εκδόσεις, Andy’s Publishers
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου