«Θέλω να είναι Κυριακή», της Μαρίνας Μάγκλαρη. 71 επιστολές, αναπάντητες και πώς αλλιώς, αφού είναι ανεπίδοτες, κυκλοφορούν από τις εκδόσεις, «Συρτάρι». Η συγγραφέας θα μπορούσε να είναι μία Αριάδνη, που άλλοτε σκοτώνεται, άλλοτε εγκαταλείπεται από τον ίδιο τον εραστή της, άλλοτε πάλι γίνεται αθάνατη σύζυγος Θεού ή τραυματίζεται θανάσιμα.
Αν αγαπήσεις την Μαρίνα να την αγαπήσεις όλη και πολύ.
Χορταίνει με μπύρα,
με Μόρρισον, με Μπέλλου, με τη «Στέλλα», με νυχτερινά ταξίδια που διαρκούν μία
νύχτα, με βουλιαγμένα ηλιοβασιλέματα που έχουν τη γεύση της σκουριάς, με
λιμάνια και τις θάλασσές τους. Λιώνει τη δώρο – σοκολάτα, την απλώνει στις
φλέβες της, βάζει τις αναμνήσεις σε πατάρι για να μην τις μυρίσει ανθρώπων
μνήμη. Ταξιδεύει με στίχους, κοκκινίζει από έρωτα, το απρόσμενο χτυπά το σφυγμό
στο λαιμό της, σκοτεινιάζει, όταν φοβάται. Αφήνει αδιάβαστα τα λόγια των
ποιητών που δεν γίνονται ζωή, μπορεί να κοιμάται σε διανυκτερεύοντα νεκροτομεία,
αλλά όταν ξυπνάει η χαρά, έρχεται σαν μπόρα.
Τα παιδιά που αυτή
ξέρει, δεν σκέφτονται και γράφουν… μόνο παίζουν με τις λέξεις. Το παιχνίδι
γίνεται ζωή. Όσο μεγαλύτερο το ύψος πτώσης, τόσο μεγαλύτερο το κενό στο
στομάχι. Κάνει φίλους αυτούς που θέλει, χωρίς να τους ρωτήσει. Επινοεί
παραμύθια και μπαίνει μέσα, κάνοντας πρόβες για μια ζωή πραγματική. Δεν τις
αγαπά τις βασιλοπούλες τις κλεισμένες σε παλάτια. Ούτε αυτές που περιμένοντας
αποκοιμήθηκαν, όχι από δηλητήριο, αλλά από βαρεμάρα. Η ζωή δεν φτάνει τα εκατό
χρόνια του ύπνου τους.
Στις κενές σιωπές,
οι άνθρωποι χάνονται.
Οι άνθρωποι δεν γεννιούνται με οδηγίες χρήσης.
Οι στιγμές
απασφαλίζουν το έρεβος.
Η ησυχία ομογενοποιεί.
Μπαρκάρει, ένα
φινιστρίνι θέλει μόνο για φως. Ποτέ δεν αδειάζει εντελώς τη βαλίτσα, έτοιμη να
‘ναι πάντα, μην τύχει και χρειαστεί να φύγει. Μαζεύει αναμνηστικά απ’ όλα τα
επόμενα λιμάνια. Αγοράζει αναμνήσεις. Στις αναπάντητες επιστολές, διαβάζει για
απαντήσεις τους πεταμένους λογαριασμούς, είναι λιγότερο επώδυνο από τα μη
γραφόμενα.
Θέλει και δεν
θέλει, μετά ξανά θέλει, ξανά δε θέλει… κατεβάζει το γενικό. Ένα βήμα χοροπηδά,
το άλλο ισορροπεί. Θέλει τόσο πολύ να λυπηθεί, που να μην έχει άλλη λύπη για
εσένα να λυπάσαι. Από την άλλη τα τραύματά της, μπορεί να σε καταπιούν, ανοίγει
με τα δόντια της κρανία… Ξετυλίγει την αγάπη, την τυλιγμένη σ’ ένα κουτί γλυκά.
Καταπίνει ένα, δύο, τρία κομμάτια αγάπης, την άλλη τη χώνει σε πλαστική
σακούλα, βορά σε συμπιεστή απορριμματοφόρου. Είναι τελικά η αγάπη ένα κουτί
γλυκά, αφημένη στον πάγκο της κουζίνας; Κι όταν τελειώσει το κουτί; Τελειώνει
κι η αγάπη;
Το «Θέλω να είναι
Κυριακή», είναι μια ωδή, στον έρωτα – στον μη έρωτα-, στο όλο, στο μισό, στο
τίποτά του, ωδή στη μνήμη, στις αναμνήσεις, στην απώλεια, στις θάλασσες, στο
λιμάνι, στα καράβια, στο χαραγμένο παγκάκι, στα ταξίδια, στο ταξίμι, στα
τραγούδια, στο άδωρον, στα δώρα, στις μέρες, στη νύχτα, στο φως, στα σκοτάδια,
ωδή στον αέναο κύκλο, στους κύκλους που κλείνουν, στο τώρα, στα πριν, στο ποτέ,
στα πάντα. Στους γλάρους, στο φτερό ενός συγκεκριμένου γλάρου… Πετώντας οι
γλάροι, χάνουν τα φτερά τους;
Το «Θέλω να είναι
Κυριακή», είναι μια ωδή στις λέξεις, στη Λέξη. Οι λέξεις έχουν δύναμη φωτιάς.
Μολότοφ. Οι λέξεις είναι φίλες της Μαρίνας.
Όταν ολοκληρώσεις
την ανάγνωση, στο χρόνο που περισσεύει και δεν είσαι μέσα, άφησέ την να σε βάλει
μόνη της. Διπλή σκιά. Δική της, δική σου. Πού ξέρεις; Μπορεί να αφήσετε μαζί
ένα ίχνος. Να υπάρξετε μαζί στο ίδιο σημείο, στίξης. Στο ίδιο μαγνητάκι
ψυγείου, που σύνθημα θα γράφει… ‘’να θυμηθώ, να μην ξεχάσω, να συνεχίσω να
ζω’’.-
mary geo
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου