Μοιάζει μέρα Άγια. Σεπτέμβρης. 29. 2017.
Η υγρασία του αέρα
της μέρας είναι αλλιώτικη. Πιο πολύ μοιάζει με κολλημένο στο δέρμα ιδρώτα
αναμονής. Αυτός ο Σεπτέμβρης είναι από μόνος του αλλιώτικος.
Είπα να φορέσω ένα
από τα βασικά χρώματα του ορατού φωτός. Για το καλώς όρισες. Να με ξεχωρίσεις,
να ΣΟΥ αρέσω. Να σου κάνω εντύπωση κι ας λεν πως δε διακρίνεις καμιά απόχρωση. Το
κόκκινο φουστάνι του έρωτα. Όπως το σκέφτηκα, έτσι το μετάνιωσα. Το κόκκινο είναι
και του θυμού και του κινδύνου. Κι αν με έβλεπες, αν με ένιωθες κόκκινο πανί;
Κι όχι αγάπη;
Σχεδόν μαυροντυμένη
σου ήρθα, δεν είχα άλλη έμπνευση στιλιστική. Ούτε χρόνο για χάσιμο είχα. Στα
μαύρα, με γαλαζομπλέ χαζοχαρούμενα μωρουδίστικα μπαλόνια που δεν σκάνε. It’s a boy! Μέχρι να πάμε σπίτι θα έχουν
ξεφουσκώσει.
Σε φέρνουν από την
αίθουσα τοκετού. Μοσχοβόλησε το δωμάτιο βρέφους ευωδιά και αμέσως ο κόσμος, ο
κόσμος μου έπαψε να ζέχνει μιζέρια. Κλάμα με ψεύτικα αναφιλητά. Όπως το ‘κανε
κι η μάνα σου, όταν γεννήθηκε. Άτιμο το DNA. Ακούω αχνή φωνή, ‘’γιατί δεν
έχει ανοίξει ακόμη τα μάτια του’’; Σε ψάχνει... Εσύ ψάχνεις το στήθος της. Το
να διατηρηθείς στη ζωή τελικά είναι το μεγαλύτερο των ενστίκτων. Χόρτασες σαν
να ήξερες από πάντα τι πρέπει να κάνεις. Τα άνοιξες κι από τότε δεν λες να τα
κλείσεις.
Φυλλαράκι
φθινοπωρινό, με βαλίτσα αεροπορική ταξιδεύεις σπίτι σου. Οι δρόμοι είναι
απέραντοι και μοναχικοί. Σε περιμένει δωμάτιο γεμάτο κόσμο κι αγάπη. Κι
αερόστατα. Αερόστατα παντού. Στέκομαι σε μια γωνιά μετέωρη. Αήρ και στατός. Το concept της
διακόσμησης για κάποιο λόγο σου ταιριάζει. Εγώ είμαι η αιωρούμενη. Όμοια
συσκευή, ελαφρότερη από ατμοσφαιρικό αέρα. Με μετακινείς και με υψώνεις. Να με
υψώνεις, γιατί έμφυτη η τάση που με κολλά στα χώματα.
Μάτια κλαίνε δάκρυα.
Τρώω την αλμύρα τους. Τα πιο νόστιμα δάκρυα. Χέρια ανοιχτά. Να χωρέσει η
αγκαλιά την μάνα σου κι εσένα. Πρώτα τη μάνα σου. Λάμπει μέσα στη θολούρα της.
Το μεγαλείο της. Δώρο σε χάρισε σε μας. Πόσες ανοιχτές αγκαλιές να βρω να σας
χωράνε;
Φυσάω αέρα από το
στόμα μου, στο στόμα σου. Κλείνεις τα μάτια και κάνεις πως πνίγεσαι. Χάνεις τις
ανάσες. Εκ γενετής ηθοποιός.
Σκαρφίζομαι ιστορίες
ακαταλαβίστικες. Κάνεις πως με καταλαβαίνεις –εοεοεοε- και σηκώνεις με νόημα το
φρύδι. Εκ γενετής σοφός.
Παίζεις μπάλα με
παπάκια στην μπανιέρα σου. Το ξάστερο πρόσωπό σου χάνεται στις βρεφικές
μπουρμπουλήθρες. Κλωτσάς με χέρια και πόδια χρωματιστές φυσαλίδες. Εκ γενετής
πρωταθλητής ασυγχρόνιστης κολύμβησης. Μουλιάζω στην άγνοιά μου, όπως εσύ στις
σαπουνόφουσκες. Έχεις πολλά να με μάθεις... Έχω σωσίβιο εσένα, τώρα.
Ξαπλωμένο ανάσκελα
ντραμίστα με ξεκούρδιστες κουδουνίστρες πρώτη μου φορά είδα. Χέρια και πόδια εν
δράσει. Ιδρώνεις. Τα δίνεις όλα. Έτσι το κάνουν οι καλοί μπεμποροκάδες, που
βαράνε ‘’μωρά στη φωτιά’’.
Πιπιλίζεις το
δάχτυλο… σάλια κρέμονται από το στόμα σου κι εγώ κρέμομαι από τις λέξεις που
δεν λες. Φτιάξαμε το δικό μας παραμύθι, ‘’Ο πρόεδρος- παπίγκος- των παπιών όλων
των λιμνών’’. Εσύ με ιαχές μου λες για τις ιστορίες των παπιολαών. Τα μια
σταλιά χεράκια σου ανεμίζουν τις σημαίες όλων των παπιοχωρών. Κάναμε κι εκπομπή
ραδιοφωνική… ‘’καλέστε στο ντριιιιιν’’, για όποια παπιοπαράπονα.
Με πλημμυρίζει, με
πλημμυρίζει το γέλιο και το κλάμα σου, όπως πλημμυρίζουν οι λίμνες
Γαλάκτωμα σώματος
χαμομήλι και πέφτω με τα μούτρα πάνω σου, να πάρω μαζί μου τη βελουδένια
μυρωδιά σου. Να κολλήσει στο μάγουλό μου, να την κοιμίσω στο μαξιλάρι μου, μπας
κι έρθει η καλή η νύχτα. Μαζί με το ‘’νάνι νάνι το μωρό μου’’ –σσσσσσσ- να
αποκοιμηθούν οι μωροί φόβοι μας.
Μήλο και αχλάδι και
λίγο δαμάσκηνο για τη δυσκοιλιότητα. Την πρώτη φορά μπρρρρρρρρ ξινίστηκες. Όλα
της πρώτης φοράς με μια αριστοκρατική συμπεριφορά τα (απο)δοκιμάζεις.
Πόσα μεθυσμένα αεροπλανάκια
μπουκιές θα προλάβω να σου δώσω μέχρι να μην με έχεις ανάγκη; Πόσες φορές θα
βγει η βαρκούλα του ψαρά από το περιγιάλι; Πόσες τρύπες θα τρυπήσει το
κουνελάκι σε ξένο περιβόλι; Για πόσο ακόμα χαρωπά τα δυο μου χέρια θα χτυπώ;
Ως πότε θα μου
μαθαίνεις πως υπάρχει η αγάπη; Μιας και είμαι εγώ παιδί…
Ένα ξωτικό είσαι. Ένας
μάγος είσαι. Το όνομά σου κάποτε θα γραφτεί πλάι στα ονόματα μεγάλων
θαυματοποιών. Μόνο τα δικά σου δέκα τοσοδούλικα μικροσκοπικά ραβδάκια, όταν με
αγγίζουν, μού φροντίζουν, μού γιατρεύουν και ξορκίζουν όλες τις πληγές.
Εν αρχή ην το φως
σου. Φφφφφφφφφ… να μην σβήσει ποτέ.
Ιδιώνυμον:
Παπίγκος
Σύνθημα:
ντριιιιιιιιιιν
Παρασύνθημα:
κόλλα πέντε
τραγούδι
μας: Έχω ένα παπάκι
*Με κούρασε πολύ το
πρόσωπο του κόσμου κι εσύ να είσαι ένα ποτήρι στο πάνω πάνω ράφι που δεν φτάνω.
(Κική Δημουλά).
Για τον παπίγκο μου
Mary Geo
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου