«Όσα άστρα είν’ στον ουρανό
μαργαριταρένια μου
και λάμπουν ένα ένα
τόσες φορές τα μάτια μου
μαργαριταρένια μου
δακρύσανε για σένα
άιντε καλέ μάνα
αγάπα με κι εμένα
Δεν είσαι μάνας γέννημα
μαργαριταρένια μου
ούτε θεό φοβάσαι
άιντε καλέ μάνα
αγάπα με κι εμένα» ***
μαργαριταρένια μου
και λάμπουν ένα ένα
τόσες φορές τα μάτια μου
μαργαριταρένια μου
δακρύσανε για σένα
άιντε καλέ μάνα
αγάπα με κι εμένα
Δεν είσαι μάνας γέννημα
μαργαριταρένια μου
ούτε θεό φοβάσαι
άιντε καλέ μάνα
αγάπα με κι εμένα» ***
μα που πήγε; η γιαγιά δεν έφευγε
ποτέ της, ούτε στο σπίτι μας ποτέ δεν είχε έρθει
ταξίδεψε στην απέναντι όχθη, στης Μικρασίας τα νερά, στο χώμα που γεννήθηκε η μάνα της και η δική της νενέκα
ταξίδεψε στην απέναντι όχθη, στης Μικρασίας τα νερά, στο χώμα που γεννήθηκε η μάνα της και η δική της νενέκα
το όνομά της σου δώσανε,
αστερομάτα κι εσύ, όπως εκείνη,
μονάχα τ’ όνομά της είχες δικό της, μητ’ αγκαλιά, μήτε χάδι
μονάχα τ’ όνομά της είχες δικό της, μητ’ αγκαλιά, μήτε χάδι
θυμάμαι το σπίτι της φωτεινό,
φωτογραφίες γεμάτο από τα πεθαμένα της, καθόταν αγέρωχη πάνω στην κουνιστή
πολυθρόνα
πότε γιαγιά θα σηκωθείς να κουνηθώ μια στάλα;
μα δίσταζα να της το πω, καθόμουν ήσυχη ήσυχη σε μια γωνιά και έσφιγγα το μαξιλάρι του καναπέ, κρυφοκοιτούσα τα ντουλάπια της και τη φαρδιά εταζέρα και λαχταρούσα να γυρίσω το κλειδί να δω τι κρύβει μέσα
η γιαγιά για λίγο σηκωνόταν και άφηνε την πολυθρόνα της να τραμπαλίζεται άδεια, μετά από λίγο επέστρεφε κρατώντας έναν δίσκο και πάνω του μας έφερνε άλλοτε γλυκό του κουταλιού που έφτιαχνε μονάχη κι άλλοτε υποβρύχιο που κολλούσε στα δόντια μου, αλλά μου γλύκαινε το στόμα
σαν πέθανε πήγαμε σπίτι της, με πήρανε μαζί τους, να δώσουμε τα πράγματα της σε φτωχούς, μου είπανε
είδα την πολυθρόνα άδεια, αλλά δεν ήθελα πια να καθίσω, θυμόμουν εκείνη πάνω της και φοβήθηκα μη με μαλώσει
στην κάμαρή της κοίταζα τα ρούχα της, τα ασπροσέντονα, τις δαντέλες, τα πλεκτά της
υπήρχε κι ένα ντουλάπι κλειδωμένο
σαν το άνοιξε ο πατέρας μου ξεχύθηκαν από μέσα επτά κούκλες, όλες στα κουτιά τους τυλιγμένες, όλες για μένα αγορασμένες, μία για κάθε χρόνο της ζωής μου
η γιαγιά μ’ αγαπούσε μα δεν μου το είπε ποτέ η ίδια
μου το ψιθύριζαν τα βράδια οι κούκλες που μου έπαιρνε όσο εγώ μεγάλωνα
και τώρα ακόμη κάποια βράδια ακούω εκείνη τη ντελικάτη, την πορσελάνινη κούκλα, με τ’ όμορφο εμπριμέ φόρεμα και το καπέλο, να μου μιλάει με τη δική της φωνή, «τζιέρι μου» με λέει και ξέρω πως με αγαπάει και πως με καμαρώνει…
πότε γιαγιά θα σηκωθείς να κουνηθώ μια στάλα;
μα δίσταζα να της το πω, καθόμουν ήσυχη ήσυχη σε μια γωνιά και έσφιγγα το μαξιλάρι του καναπέ, κρυφοκοιτούσα τα ντουλάπια της και τη φαρδιά εταζέρα και λαχταρούσα να γυρίσω το κλειδί να δω τι κρύβει μέσα
η γιαγιά για λίγο σηκωνόταν και άφηνε την πολυθρόνα της να τραμπαλίζεται άδεια, μετά από λίγο επέστρεφε κρατώντας έναν δίσκο και πάνω του μας έφερνε άλλοτε γλυκό του κουταλιού που έφτιαχνε μονάχη κι άλλοτε υποβρύχιο που κολλούσε στα δόντια μου, αλλά μου γλύκαινε το στόμα
σαν πέθανε πήγαμε σπίτι της, με πήρανε μαζί τους, να δώσουμε τα πράγματα της σε φτωχούς, μου είπανε
είδα την πολυθρόνα άδεια, αλλά δεν ήθελα πια να καθίσω, θυμόμουν εκείνη πάνω της και φοβήθηκα μη με μαλώσει
στην κάμαρή της κοίταζα τα ρούχα της, τα ασπροσέντονα, τις δαντέλες, τα πλεκτά της
υπήρχε κι ένα ντουλάπι κλειδωμένο
σαν το άνοιξε ο πατέρας μου ξεχύθηκαν από μέσα επτά κούκλες, όλες στα κουτιά τους τυλιγμένες, όλες για μένα αγορασμένες, μία για κάθε χρόνο της ζωής μου
η γιαγιά μ’ αγαπούσε μα δεν μου το είπε ποτέ η ίδια
μου το ψιθύριζαν τα βράδια οι κούκλες που μου έπαιρνε όσο εγώ μεγάλωνα
και τώρα ακόμη κάποια βράδια ακούω εκείνη τη ντελικάτη, την πορσελάνινη κούκλα, με τ’ όμορφο εμπριμέ φόρεμα και το καπέλο, να μου μιλάει με τη δική της φωνή, «τζιέρι μου» με λέει και ξέρω πως με αγαπάει και πως με καμαρώνει…
«Όσα άστρα είν’ στον ουρανό
μαργαριταρένια μου
και λάμπουν ένα ένα
τόσες φορές τα μάτια μου
μαργαριταρένια μου
δακρύσανε για σένα
άιντε καλέ μάνα
αγάπα με κι εμένα
Δεν είσαι μάνας γέννημα
μαργαριταρένια μου
ούτε θεό φοβάσαι
άιντε καλέ μάνα
αγάπα με κι εμένα» ***
μαργαριταρένια μου
και λάμπουν ένα ένα
τόσες φορές τα μάτια μου
μαργαριταρένια μου
δακρύσανε για σένα
άιντε καλέ μάνα
αγάπα με κι εμένα
Δεν είσαι μάνας γέννημα
μαργαριταρένια μου
ούτε θεό φοβάσαι
άιντε καλέ μάνα
αγάπα με κι εμένα» ***
(*
Μικρασιάτικο νανούρισμα)
Μαρίνα Μάγκλαρη
στη ΜαρΦού
μου, που μου χάρισε απόψε πολύ γλύκα με την ιστορία της γιαγιάς της
photo by Diane Arbus, (Untitled / 1952)
photo by Diane Arbus, (Untitled / 1952)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου