Θυμάμαι έναν έφηβο κάποτε, έναν
όμορφο, έξυπνο έφηβο, που είχε πολλά κανείς να πει μαζί του, να γελάσει, να μη
βαρεθεί ούτε στιγμή. Θυμάμαι την έντονη διαφωνία μας, εγώ να του προτείνω να
μπει σε μια ομάδα, μαζί με άλλους εφήβους κι εκείνος ν’ αρνείται πεισματικά
κάθε φορά και να στρέφει εντέχνως τη συζήτηση στην αγαπημένη του ασχολία, το
καθάρισμα του σπιτιού. Μιλούσε με λατρεία σχεδόν για σφουγγαρόπανα,
καθαριστικά, κουβάδες. Αράδιαζε ανατριχιαστικές λεπτομέρειες καθαρισμού
απίθανων
σημείων, που ομολογώ ποτέ δε μου είχε περάσει από το μυαλό πως υπάρχουν και κατά συνέπεια πως θα έπρεπε να έχω καθαρίσει κι εγώ στη διάρκεια της ζωής μου. Σχεδόν ηδονικά περιέγραφε το πόσο ωραία περνούσε μόνος του καθαρίζοντας το σπίτι. Και δεν ήταν η εμμονή του με την καθαριότητα που τον απομόνωνε σχεδόν από τη συνύπαρξη με τους άλλους. Δεν ήταν η αμφιβολία μήπως ο ίδιος δεν έχει όλα εκείνα που γοητεύουν και προσελκύουν τους άλλους. Χρειάστηκαν πολλά μπουκάλια ajax, πολλά πανάκια swiffer, πολλά λίτρα χλωρίνης και αμέτρητα αστραφτερά τζάμια, για να αρθρώσει τελικά, πως έχει το κεφάλι του ήσυχο απολυμαίνοντας το σπίτι, γιατί η παρουσία των άλλων μπορεί και να τον πληγώσει. Μπορεί οι άλλοι να τον προσβάλλουν, μπορεί να τον κάνουν να αισθανθεί άσχημα.
Μέρες τώρα τον σκέφτομαι έντονα. Παραζαλισμένη από την ασύλληπτη ταχύτητα με την οποία στροβιλίζονται γύρω μου λέξεις, εικόνες, πληροφορίες, αυτοκίνητα, εναλλαγή τεσσάρων εποχών μέσα σε ένα βράδυ, τρομοκρατικές επιθέσεις, βομβαρδισμοί με αληθινές και μη βόμβες, καταλαβαίνω λίγο καλύτερα τον φόβο που εκείνος ο έφηβος περιέγραφε, εκείνον τον δισταγμό να βρεθεί ανάμεσα σε άλλους, τον τρόμο μήπως και τον αφανίσουν και βολευόταν μακριά απ’ όλους, να αφανίζει ο ίδιος τη σκόνη από τα έπιπλα. Αναλογίζομαι την αγανάκτησή μου, σχεδόν, με την άρνησή του και την επιθυμία μου να τον πείσω πως οι αληθινές σχέσεις με αληθινούς ανθρώπους θα τον έκαναν περισσότερο χαρούμενο, θα πολλαπλασίαζαν τα υπέροχα κομμάτια του εαυτού του, που ευτυχώς σ’ εμένα επέτρεπε να δω.
Τον σκέφτομαι τώρα που γράφω αυτό το κείμενο, αυτό που κι εγώ που κράζω, θα το ποστάρω σε αυτό το απρόσωπο ηλεκτρονικό σχεσιακό ιστότοπο, όπου τίποτα δεν μπορείς να αγγίξεις, τίποτα να γευτείς, τίποτα να μυρίσεις. Σε αυτόν τον ιστότοπο όπου έχουμε κοτσάρει όλοι τις καλύτερες αστραφτερές φάτσες μας, όπου μπορούμε με τόση άνεση να σχολιάσουμε, να αστειευτούμε, να γίνουμε γοητευτικοί, να φλερτάρουμε «δανειζόμενοι» ατάκες άλλων, να δημιουργήσουμε την εικόνα που θα θέλαμε, αλλά μπορεί και να μην είναι η δική μας. Μπορεί τα δάχτυλα που χτυπάνε το πληκτρολόγιο να είναι μουδιασμένα, να είναι στ’ αλήθεια αλλιώτικα από αυτά τα δάχτυλα που κρατάνε εξωτικά κοκτέιλς. Μπορεί οι χαρούμενες εξυπνάδες που λέμε «δημοσίως» να κρύβουν καταρρακωμένα από τη κούραση κορμιά. Μπορεί ο ενθουσιασμός που πλασάρουμε, να είναι ο παλιάτσος της έλλειψης χρόνου και του άγχους, που χρησιμοποιήσαμε ως επιχείρημα για να μη συναντηθούμε στ’ αλήθεια με αληθινούς ανθρώπους. Μπορεί όλη αυτή η άνεση και η διαθεσιμότητα σε καλά αποστασιοποιημένα, εν τέλει, κοινωνικά (τραγική ειρωνεία???) δίκτυα, να κρύβουν με επιτυχία τον φόβο μιας ουσιαστικής επαφής. Το πλησίασμα με σάρκινους ανθρώπους τρομάζει, η αλήθεια και το μοίρασμα, επίσης. Στην αποκάλυψη του εαυτού μας ελλοχεύει ο φόβος του αφανισμού (???), της μη αποδοχής εκατέρωθεν(???), ο φόβος του πόνου της απώλειας του εαυτού και των άλλων (???).
Εκείνος ο έφηβος "διέλυσε" με υγρό καθαριστικό ("που εξαφανίζει και τους πιο δύσκολους λεκεδοφόβους") τον τρόμο για τη δημιουργία σχέσεων και γλίστρησε από τον καλά «σφουγγαρισμένο» κόσμο του, όπου κανείς δεν «πατούσε» τα «καθαρά» και τόλμησε να γνωρίσει κι άλλους εφήβους και άφησε όλες τις ανασφάλειές του εκτεθειμένες στη «σκόνη» που μπορεί να πετάξει ένα και μόνο «βλέμμα» και με σιγουριά σας λέω πως είναι χαρούμενος, και λυπημένος κάποιες φορές, αλλά στ’ αλήθεια περισσότερο χαρούμενος.
σημείων, που ομολογώ ποτέ δε μου είχε περάσει από το μυαλό πως υπάρχουν και κατά συνέπεια πως θα έπρεπε να έχω καθαρίσει κι εγώ στη διάρκεια της ζωής μου. Σχεδόν ηδονικά περιέγραφε το πόσο ωραία περνούσε μόνος του καθαρίζοντας το σπίτι. Και δεν ήταν η εμμονή του με την καθαριότητα που τον απομόνωνε σχεδόν από τη συνύπαρξη με τους άλλους. Δεν ήταν η αμφιβολία μήπως ο ίδιος δεν έχει όλα εκείνα που γοητεύουν και προσελκύουν τους άλλους. Χρειάστηκαν πολλά μπουκάλια ajax, πολλά πανάκια swiffer, πολλά λίτρα χλωρίνης και αμέτρητα αστραφτερά τζάμια, για να αρθρώσει τελικά, πως έχει το κεφάλι του ήσυχο απολυμαίνοντας το σπίτι, γιατί η παρουσία των άλλων μπορεί και να τον πληγώσει. Μπορεί οι άλλοι να τον προσβάλλουν, μπορεί να τον κάνουν να αισθανθεί άσχημα.
Μέρες τώρα τον σκέφτομαι έντονα. Παραζαλισμένη από την ασύλληπτη ταχύτητα με την οποία στροβιλίζονται γύρω μου λέξεις, εικόνες, πληροφορίες, αυτοκίνητα, εναλλαγή τεσσάρων εποχών μέσα σε ένα βράδυ, τρομοκρατικές επιθέσεις, βομβαρδισμοί με αληθινές και μη βόμβες, καταλαβαίνω λίγο καλύτερα τον φόβο που εκείνος ο έφηβος περιέγραφε, εκείνον τον δισταγμό να βρεθεί ανάμεσα σε άλλους, τον τρόμο μήπως και τον αφανίσουν και βολευόταν μακριά απ’ όλους, να αφανίζει ο ίδιος τη σκόνη από τα έπιπλα. Αναλογίζομαι την αγανάκτησή μου, σχεδόν, με την άρνησή του και την επιθυμία μου να τον πείσω πως οι αληθινές σχέσεις με αληθινούς ανθρώπους θα τον έκαναν περισσότερο χαρούμενο, θα πολλαπλασίαζαν τα υπέροχα κομμάτια του εαυτού του, που ευτυχώς σ’ εμένα επέτρεπε να δω.
Τον σκέφτομαι τώρα που γράφω αυτό το κείμενο, αυτό που κι εγώ που κράζω, θα το ποστάρω σε αυτό το απρόσωπο ηλεκτρονικό σχεσιακό ιστότοπο, όπου τίποτα δεν μπορείς να αγγίξεις, τίποτα να γευτείς, τίποτα να μυρίσεις. Σε αυτόν τον ιστότοπο όπου έχουμε κοτσάρει όλοι τις καλύτερες αστραφτερές φάτσες μας, όπου μπορούμε με τόση άνεση να σχολιάσουμε, να αστειευτούμε, να γίνουμε γοητευτικοί, να φλερτάρουμε «δανειζόμενοι» ατάκες άλλων, να δημιουργήσουμε την εικόνα που θα θέλαμε, αλλά μπορεί και να μην είναι η δική μας. Μπορεί τα δάχτυλα που χτυπάνε το πληκτρολόγιο να είναι μουδιασμένα, να είναι στ’ αλήθεια αλλιώτικα από αυτά τα δάχτυλα που κρατάνε εξωτικά κοκτέιλς. Μπορεί οι χαρούμενες εξυπνάδες που λέμε «δημοσίως» να κρύβουν καταρρακωμένα από τη κούραση κορμιά. Μπορεί ο ενθουσιασμός που πλασάρουμε, να είναι ο παλιάτσος της έλλειψης χρόνου και του άγχους, που χρησιμοποιήσαμε ως επιχείρημα για να μη συναντηθούμε στ’ αλήθεια με αληθινούς ανθρώπους. Μπορεί όλη αυτή η άνεση και η διαθεσιμότητα σε καλά αποστασιοποιημένα, εν τέλει, κοινωνικά (τραγική ειρωνεία???) δίκτυα, να κρύβουν με επιτυχία τον φόβο μιας ουσιαστικής επαφής. Το πλησίασμα με σάρκινους ανθρώπους τρομάζει, η αλήθεια και το μοίρασμα, επίσης. Στην αποκάλυψη του εαυτού μας ελλοχεύει ο φόβος του αφανισμού (???), της μη αποδοχής εκατέρωθεν(???), ο φόβος του πόνου της απώλειας του εαυτού και των άλλων (???).
Εκείνος ο έφηβος "διέλυσε" με υγρό καθαριστικό ("που εξαφανίζει και τους πιο δύσκολους λεκεδοφόβους") τον τρόμο για τη δημιουργία σχέσεων και γλίστρησε από τον καλά «σφουγγαρισμένο» κόσμο του, όπου κανείς δεν «πατούσε» τα «καθαρά» και τόλμησε να γνωρίσει κι άλλους εφήβους και άφησε όλες τις ανασφάλειές του εκτεθειμένες στη «σκόνη» που μπορεί να πετάξει ένα και μόνο «βλέμμα» και με σιγουριά σας λέω πως είναι χαρούμενος, και λυπημένος κάποιες φορές, αλλά στ’ αλήθεια περισσότερο χαρούμενος.
Μαρίνα Μάγκλαρη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου