Να ‘ξερες τι πεθύμησα
ρε καρντάση... Πεθύμησα έναν ελληνικό διπλό μες το μπακιρένιο το καφεμπρίκι και
μ’ ένα ποτήρι δροσερό νερό. Κι ένα πιατάκι με γλυκό του κουταλιού. Κι όλα αυτά
αν γίνεται κάτω απ΄τη μουριά στο τρίγωνο εκεί στην πολίχνη. Κι ας περνάνε τα ΙΧ
και τα αστικά του ΟΑΣΘ, τα αστικά που τώρα τελευταία κάναμε μαύρα μάτια για να
τα διούμε που ‘λεγε κι η γιαγιά μου.
Εντάξει, δε λέω
γουστάρω και τα φρέντα τα λατινικά και τα καπουτσίνα με τις πλούσιες κρέμες. Κι
ο φραπές δε λέω, καλός είναι.
Πώς γίναμε έτσι ρε
φίλε; Στα νιάτα μας να πούμε είχε μόνο φραπέ και νες. Ελληνικό έπιναν μόνο τα
γερόντια στα καφενεία. Άντε και κάνα φραπέ με παγωτό στα Πανοράματα. Εκεί που
σερβίρανε το βράδυ πίτσα και πεϊνιρλί. Κάτι πεϊνιρλί να πούμε σαν του Φασούλα
το παπούτσι, μπορεί και πιο μεγάλο. Το πολύ-πολύ φραπέ με παγωτό λοιπόν.
Και τώρα κάθεται ο
μούσιας πίσω απ’ τον πάγκο κι από πίσω του, μια μηχανή σαν τις παλιές του
τραίνου καλογυαλισμένη να ξεφυσάει λές και θα ξεκινήσει για Παλιοφάρσαλα.
Και σε κοιτάει ο
μούσιας και περιμένει να πεις το λάθος στην παραγγελία που θα δώσεις. Να σου
την πει αφού αυτός τα ξέρει όλα, τον έχει σπουδάσει το καφέ και τον φωνάζουνε
μπαρίστα. Τσου ρε Λάκη.
Μπαρίστα, φέρε τη
βέσπα σου μέσα στην πίστα να σου δείξω πόσες άκρες έχει η κουβαρίστρα.
Εγώ σ’ αυτά τα
παλιομάγαζα δεν πάω. Αυτά που σε κάθε γωνιά έχει τέσσερα, πέντε λες και τη
σήμερον ημέρα το μόνο που μας λείπει είναι το ξεχωριστό χαρμάνι του καφέ.
Μαγαζιά-σκλαβοπάζαρα
για τη νεολαία με τετράωρα μεροκάματα και τρία ευρώ ωρομίσθιο. Μαγαζιά που
έχουν στρατιές «δοκιμαζόμενων» παιδιών της μιας βδομάδας δωρεάν «Μια βδομάδα
χρειάζεται τουλάχιστον για να μάθεις τη δουλειά»
Σιγά ρε επιστήμονα!
Μια βδομάδα για να βιδώνω το χερούλι στην τρύπα; Μήπως χρειάζεται και μια
βδομάδα για το αφρόγαλο; Σιγά μην κόψει η σαντιγύ!
Και ο «υπεύθυνος»-τσιράκι
του αφεντικού πριν κλείσει τα τριάντα αλλά πάντα απασχολημένος και απλησίαστος
λες και έχει πιάσει τον παπά απ’ τ’ αρχίδια. Και τα παιδιά εκπαιδεύονται και
συνηθίζουν στη ρουφιανιά και στο δόσιμο για να κρατηθούν στην δουλειά του
κώλου.
Όχι καρντάση μου γαμώ
και τα κυβικά σου και τη μπαρίλα σου. Εγω στο σκλαβοπάζαρο της γειτονιάς ούτε
τον πυρετό μου. Θα πάω στο στέκι μου που μπορεί να μην κάνει 1, 60 ο φρέντος ο
ντε νίρος αλλά θα μου τόνε σερβίρει ο Γιωργάκης που δουλεύει εκει δυό χρόνια με
τα μεροκάματά του και τα ένσημά του και την ασφάλειά του που είναι
καλοπληρωμένος και χαμογελάει από άποψη κι όχι καταναγκαστικά.
Και για τον δρόμο θα
τον φτιάξω στο σπίτι. Απ’ το ‘94 φτιάχνω καπουτσίνους και εσπρέσσους σπιτικούς.
Από τότε που δεν είχαν γεννηθεί όχι οι μπαρίστα αλλά ούτε οι δάσκαλοί τους.
Αού
Φώτης Βεζυργιαννίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου