Υπάρχει σε κάποιες ταινίες ένα σημείο στην πλοκή,
συγκεκριμένα στο σενάριο, στο οποίο κορυφώνεται όλο το μήνυμα της ταινίας το
οποίο επιθυμεί να περάσει ο σεναριογράφος. Πρόκειται για το ρεζουμέ της
ταινίας, για το νόημα της, τη σεναριακή κορύφωση, το κλειδί με το οποίο θα
πρέπει να ερμηνευτεί και να γίνει κατανοητό όλο το έργο. Αυτό μπορεί να γίνει
συνειδητά αντιληπτό, συνήθως γίνεται έμμεσα κατανοητό, κατά ένα συναισθηματικό
και ασύνειδο τρόπο.
Προς το τέλος έχουμε και τη δεύτερη σημαντική
ατάκα. Αυτή τη φορά από τον σκηνοθέτη. Απογοητευμένος από την ματαίωση της
τελευταίας ταινίας, που την οραματίζεται κάτι σαν την τελική παρακαταθήκη του,
συνομιλεί με τον φίλο του, τον μαέστρο. Λέει πως αποφασίζει να ξεκινήσει μια
νέα ταινία γιατί, σε αντίθεση με τον εκείνον, δεν μπορεί τη ρουτίνα και την
απάθεια. Και απαντώντας σε μια παλιότερη άποψη του απαθή φίλου του πως το
συναίσθημα είναι υπερεκτιμημένο, καταλήγει πως αυτά είναι βλακείες: «τα
συναισθήματα είναι το μόνο που έχουμε». Και μετά από αυτή την ατάκα αυτοκτονεί
πέφτοντας από το μπαλκόνι. Το πόσο σημαντικός ήταν ο χαρακτήρας αυτός για την
ταινία μας το αφήνει να το μαντέψουμε ο ίδιος ο Sorrentino όταν τον βάζει στην τελευταία σκηνή να βλέπει εμάς
το κοινό, κάνοντας τα χέρια του μια φανταστική κάμερα. Κάτι σαν έναν τελευταίο
χαιρετισμό. Ένα τελευταία υπονοούμενο της ταύτισης του σκηνοθέτη με τον
χαρακτήρα αυτό.
Ας δούμε δυο παραδείγματα. (ΠΡΟΣΟΧΗ! Ακολουθούν spoilers, ειδικά για την πρώτη ταινία που βασίζεται
περισσότερο στο σασπένς και το μυστήριο).
Πρώτον στην ταινία GONEGIRL(2014). Όταν η εξαφανισμένη σύζυγος επιστρέφει,
μετά την αποτρόπαιη εν ψυχρώ σφαγή του ενός εκ των (παλιών) θυμάτων της,
παριστάνει το θύμα αποσκοπώντας να ενσωματωθεί πίσω στη συζυγική εστία αλλά και
στην κοινωνία. Ο σύζυγος όμως δεν πείθεται αρχικά. Διαμαρτύρεται εντόνως σε μια
τεταμένη σκηνή. Της παρουσιάζει την κατάσταση ως είχε: και οι δυο ήταν κακοί
σύζυγοι που προσπαθούσαν να χειραγωγήσουν ο ένας τον άλλο προς το συμφέρον του
ο καθένας. Αυτό κατά τη γνώμη του δεν είναι μια υγιής σχέση. Η φυσιολογικότατη και
όλο νόημα απάντηση της συζύγου είναι: «αυτό είναι ο γάμος». Για αυτόν που
παρακολουθεί την ταινία στενά και προσεχτικά, η φράση αυτή είναι το αποκορύφωμα
του σεναρίου και της πλοκής. Όλη η ταινία μοιάζει να φτιάχτηκε για αυτή την
συγκεκριμένη ατάκα. Είναι μια κυνική παραδοχή. Η γνώμη μου όμως είναι πως
αποτελεί ένα καταστροφικό μήνυμα. Ο γάμος δεν είναι ούτε έτσι, ούτε αλλιώτικος.
Ο γάμος είναι ότι τον φτιάχνουν οι ίδιοι οι σύζυγοι ανάλογα με τον χαρακτήρα
τους. Αν οι σύζυγοι είναι εγωκεντρικοί, απροσάρμοστοι, πλεονέκτες, ή ακόμα κι
αν ο ένας είναι τέτοιος, τότε και ο γάμος είναι εξίσου προβληματικός όπως η «απίθανη
Amy»
παραδέχθηκε στην ταινία. Δεν πρέπει όμως να μας διαφεύγει πως έντεχνα ο
σεναριογράφος μπορεί να ξεφύγει από τις πιθανές κατηγορίες περί καταστροφικού
μηνύματος. Η πρόταση αυτή κλειδί της πρωταγωνίστριας είναι μια εκλογίκευση αλλά
και μία υπεκφυγή που προσπαθεί να θολώσει τα νερά έτσι ώστε ο θυματοποιημένος
σύζυγος να τη δεχθεί πίσω. Μια κίνηση ματ στη μεταξύ τους σκακιέρα, η πιο
κυνικά: σφάξιμο με το γάντι. Ο σύζυγος υποχωρεί και τη δέχεται πίσω
υποκύπτοντας στον εκβιασμό.
Αν και στην
αρχή η ταινία παρουσιάζεται από την πλευρά της συζύγου και δίνει κάποιους πολύ
προσωπικούς μονολόγους της, στη συνέχεια αυτό αλλάζει. Ειδικά αφότου ο σύζυγος
μιλά με κάποιους πρώην εραστές της γυναίκας τους, ο θεατής μπορεί να καταλάβει
πως έχουμε να κάνουμε με μια ψυχικά διαταραγμένη γυναίκα, μια deadly wife, κάτι σαν μια προσωποποίηση του κακού.
Μια άλλη ταινία που μου έκανε εντύπωση σχετικά με
το κεντρικό της μήνυμα είναι η THE WOLF OF WALL STREET (2013). Εδώ η σκηνή με το μήνυμα χωρίζεται στα
δυο. Το πρώτο μέρος τοποθετείται κάπου στο μέσον και το δεύτερο στο κλείσιμο.
Στο πρώτο ο πρωταγωνιστής προσπαθεί να διδάξει κάποιος φίλους και μελλοντικούς
συνεργάτες πώς να πλασάρουν ένα προϊόν. Ανάμεσά τους βρίσκονται και κάποιοι
μικροαπατεώνες τους οποίους γνωρίζει από παλιότερα. Τους δίνει λοιπόν ένα στυλό
και τους ζητά να του τον πουλήσουν. Κάποιοι προσπαθούν να παινέψουν τον στυλό
λέγοντας το τάδε ή το δείνα προτέρημα. Ο δάσκαλός δεν φαίνεται να πείθεται από
κάποια από τα προτερήματα. Τότε παίρνει το στυλό κάποιος από τους
μικροαπατεώνες για να δοκιμάσει την τύχη του. Αυτός όμως δεν παινεύει τον
στυλό, απλά ζητά από τον δάσκαλο να του υπογράψει ένα συμβόλαιο. Εκείνος
αναφωνεί: «μα δεν έχω στυλό». Και ο μικροαπατεώνας λέει: «έχω εγώ έναν, τον
πουλάω, τον θέλεις;» Η ίδια σκηνή επαναλαμβάνεται αυτούσια στο τέλος όταν ο
πρωταγωνιστής, καλείται, μέσα στη φυλακή πια να διδάξει άλλους έγκλειστους στη
τέχνη της πειθούς των αγοραστών. Πάλι παραδίδει το ίδιο μάθημα με τον στυλό.
Και πάλι όσοι προσπαθούν, προτιμούν να παινέψουν τα προτερήματα του προς πώληση
αντικειμένου. Η ταινία κλείνει με τον πρωταγωνιστή και πάλι να τα ακούει αυτά
βερεσέ και κοιτάζει ανικανοποίητος από την μια μεριά το κοινό και από την άλλη
με μια κρυφή ικανοποίηση που ο ίδιος κατέχει κάποια πολύ σημαντική γνώση. Άλλο
ένα αρνητικό μήνυμα θα έλεγα καθώς αυτό που θέλει να περάσει ο σεναριογράφος
είναι πως εκείνο που μετρά δεν είναι τα επιχειρήματα αλλά η χειραγώγηση. Πως η
ανθρώπινη ψυχή δεν υποκύπτει τόσο στη λογική αλλά στην ανάγκη που έντεχνα
προκαλείται σε αυτή με πονηρία. Και αυτό δεν είναι κάτι που το γνωρίζουν οι απλοϊκοί
άνθρωποι αλλά μόνο αυτοί που κατέχουν μια κατεργαριά του δρόμου, οι λύκοι της
οικονομίας. Αυτοί που οι Νίτσε θεωρούσε πως κατέχουν μια διαφορετική, και κατά
τη γνώμη του ανώτερη, «ηθική». Ή για να το θέσουμε πιο
σωστά, μια αντιηθική.
Ας δούμε όμως και ένα ακόμα παράδειγμα. Μια ταινία
με κάπως πιο θετικά νοήματα.
Την ταινία YOUTH (2015) του Paolo Sorrentino. Μια
εκπληκτική ταινία. Σε αντίθεση με τις δυο προηγούμενες που της θεωρώ απλώς
καλές, θα την έβαζα άνετα στη λίστα με τις καλύτερες που έχω δει. Σε αυτή θα
ξεχώριζαν δυο σημεία στο σενάριο στα οποία ο σεναριογράφος μας δίνει-φανερώνει
τα μηνύματα που θέλει να περάσει στο κοινό του. Για να το θέσουμε αλλιώς, αυτά
είναι τα δυο σημεία όπου η ταινία φτάνει στη νοηματική-σεναριακή-συναισθηματική
της κορύφωση. Το πρώτο είναι εκεί που ο ηθοποιός (τον ενσαρκώνει ο Paul Dano), που καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας προσπαθεί
να δουλέψει έναν ρόλο του στο θέρετρο, εξομολογείται το συμπέρασμα και την
απόφαση στην οποία έφτασε στον δευτεραγωνιστή σκηνοθέτη. (Πριν αναφέρω το
συμπέρασμα, να επισημάνω πως ο ηθοποιός αυτός είναι το μέρος του καστ με το
οποίο μπορεί να ταυτιστεί ο θεατής καθώς και αυτός, δηλαδή ο ηθοποιός, είναι ένας
θεατής των άλλων στο ξενοδοχείο. Είναι ο κρυφός και υπομονετικός παρατηρητής
που μπαίνει ευγενικά στη ζωή των δυο βασικών πρωταγωνιστών. Και κρατά αυτό τον
ρόλο ως το τέλος οπότε και συγκινείται ως θεατής στο ρεσιτάλ του μεγάλου
μαέστρου που υποδύεται ο Michael Cane.)
Ο ρόλος που καλείται να ενσαρκώσει ως ηθοποιός είναι αυτός του Χίτλερ –τον
βλέπουμε μάλιστα να περιφέρεται ντυμένος με την ναζιστική στολή για να μπει στο
πνεύμα του ρόλου. Αυτός όμως ανακαλύπτει πως ο ρόλος τον αφήνει αδιάφορο. Και
εξομολογείται στον σκηνοθέτη (δηλαδή στον Harvey Keitel)
πως παρακολουθώντας τους με προσοχή έχει φτάσει στο συμπέρασμα πως εκείνο που
έχει σημασία στη ζωή δεν είναι η φρίκη (στην προκειμένη περίπτωση του ναζισμού)
αλλά οι επιθυμίες και πως θέλει να μιλήσει για αυτές. Γιατί, όπως το λέει,
αυτές μας κρατούν ζωντανές. Αυτό νομίζω πως είναι το πρώτο ρεζουμέ όλη της
ταινίας. Ακολουθούν δυο πολύ ενδιαφέρουσες σεκάνς: πρώτα αυτή με τον βουδιστή
μοναχό που καταφέρνει και αιωρείται στο ειδυλλιακό φόντο των βουνών και της
εξοχής αλλά και αυτή με την εκπάγλου καλλονή Madalina Ghenea, όπου οι δυο φίλοι μένουν χάσκοντας καθώς τη
βλέπουν να μπαίνει ολόγυμνη στην πισίνα. Και οι δυο σκηνές, αν και φαινομενικά
διαμετρικά αντίθετες, έχουν να κάνουν με τις επιθυμίες.
Ι.Χ.
Δεληγεώργης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου