Κορμί
περιφερόμενο στους μεγάλους δρόμους της νύχτας, στις υπόγειες διαβάσεις.
Ψάχνεις
στους τραβεστί ένα κομμάτι αγάπης, μια στάλα μάνας που δεν έζησες, χαμένη
εκείνη στους διαδρόμους του χαμένου μυαλού. Ψάχνεις μια στάλα πατέρα, ενός
πατέρα διωκτικού, απειλητικού, άδειου από τρυφερότητα.
Είσαι
εσύ που παίζεις με τον θάνατο κάθε βράδυ.
Και
ζεις από αφέλεια.
Και
επιζείς από τύχη.
Και
μπλέκεσαι σε καυγάδες με μοναδική επιθυμία να αγαπηθείς, να είσαι μοναδική, να
γίνεις η ξεχωριστή για κάποιον.
Ποτέ
δεν ήσουν ξεχωριστή.
Μπερδεύονται
τα λόγια σου στο μπέρδεμα της γλώσσας σου. Μυστικά που έπρεπε να μείνουν
αφανέρωτα, κι εσύ παιδί, δεν ήξερες, ένα μικρό ξανθό κοριτσάκι, που είπε τα
ανείπωτα.
Κι
ο κόσμος γύρω σου διαλύεται κι εσένα δεν σε νοιάζει και δεν σταματάς να
ονειρεύεσαι τα ακατόρθωτα, καπετάνισσα σ’ ένα πλοίο να ταξιδεύεις τον κόσμο.
Και
παίρνεις το τρένο για τη Θεσσαλονίκη, χωρίς να σε περιμένει κανείς. Και
ταξιδεύεις έτσι, γιατί απλά «είναι ωραία εκεί». Και δε νοιάζεσαι που τριγυρνάς
άγνωστη σε άγνωστους κόσμους. Να ρουφήξεις το κομμάτι της ζωής που επιθυμείς.
Περπατάς
τη νύχτα αναζητώντας κάποιον να μοιραστείς τη ζωή σου, να νιώσεις πως δεν σε
απειλεί κανείς και ψάχνοντας την ασφάλεια διασχίζεις τα πιο ανασφαλή μονοπάτια.
Και
πάλι ζωντανή βγαίνεις. Κάθε βράδυ.
Περνάς
μέσα από τη φωτιά και βγαίνεις ζωντανή, να συνεχίσεις στους λαβύρινθους της
επιθυμίας σου.
Και
τον ξέρεις τον θάνατο, του μιλάς κάθε μέρα, τον συλλογίζεσαι, διαπραγματεύεσαι
μαζί του.
Δεν
τον φοβάσαι τον θάνατο. Φοβάσαι πως θα πεθάνεις χωρίς να έχεις πεθάνει και θα
βρεθείς θαμμένη, αλλά η ζωή σου θα είναι ακόμη εκεί. Αναρωτιέσαι, σαν τα
παιδιά, εάν όταν πεθαίνεις πεθαίνεις εντελώς.
Δεν
σε πείθουν οι απαντήσεις των «ενηλίκων».
Αγαπάς
τόσο πολύ τη ζωή που ο θάνατος θα ηττηθεί κι εσύ θα στροβιλίζεσαι απελπισμένη
σε ένα κομμάτι ξύλο κάτω από τη γη.
Στον
δρόμο της Αναπαύσεως, σε μια βιτρίνα μαρμάρινες φωτογραφίες προσώπων αγνώστων,
παιδιών που ποτέ δεν γνώρισες, ανθρώπων που δεν ζουν. Ζητάς να πάρεις μία σπίτι
σου. «Αναμνηστική», λες. Κανείς δεν μπορεί να κατανοήσει το αίτημά σου. Βέβαιοι
πως μπήκες σε λάθος μαγαζί σε διώχνουν.
Εσύ
δεν λάθεψες. Ξέρεις αυτό που ζητάς.
«Εμένα
θα με θυμάται κανείς όταν πεθάνω;»
Μαρίνα Μάγκλαρη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου