Φωνάζω
κι έρχεται πίσω η φωνή μου, με ξεκουφαίνει, έρχεται πίσω διπλή, τριπλή από αυτή
που βγήκε από μέσα μου για να ταξιδέψει στο πουθενά και γυρίζει πίσω για να μου
στερήσει την ακοή, να μην ακούω ούτε κι εγώ αυτό που εσύ δεν απορρόφησες, αυτό
που εσύ έστειλες πίσω χωρίς ν’ ακούσεις, αυτό που εσύ έδιωξες πίσω με μια φωνή
πιο δυνατή από τη δική μου και ενώθηκαν οι δύο φωνές και πολλαπλασιάστηκαν και
τώρα χώθηκαν μέσα στον λαβύρινθο του εγκεφάλου μου και κόβουν βόλτες εκεί οι
δυο τους παρέα χασκογελώντας με τη βουή που δεν μ’ αφήνει να σκεφτώ, με τη βουή
που κάνει τις λέξεις να μπλέκονται στο κεφάλι μου, τα γράμματα να μπερδεύονται,
να φτιάχνουν λέξεις χωρίς νόημα, προτάσεις ακατανόητες, για να μην πω αυτό που
πρωτοφώναξα και δεν άκουσες, να ξεχάσω αυτό που φώναξα με όση δύναμη είχα, με
όλη τη δύναμη που είχα και την εξάντλησα και δε μου ‘μεινε στάλα τώρα να
ξαναφτιάξω φωνή, να ξαναβάλω σε τάξη τις λέξεις, να αναγνωρίσω από την αρχή τα
γράμματα.
Πόσα
είναι τα γράμματα που έμαθα να χρησιμοποιώ;
Πόσα
είναι τα γράμματα που έμαθα να βάζω πλάι πλάι για να φτιάχνω λέξεις, προτάσεις,
νοήματα;
Πόσα
είναι τα γράμματα που ξέρω να προφέρω, έναν έναν ήχο, ήχους που φτιάχνουν
εικόνες το μέσα μου, που κινηματογραφούν αυτό που μάτι ανθρώπου δεν μπορεί να
δει;
Πόσα;
Θυμάμαι.
Δεν
θυμάμαι καλά.
Έχουν
περάσει…πόσες; Λίγες είναι οι μέρες που έχουν περάσει και ζούνε μέσα μου σαν
αιώνας. Έχω ξεχάσει κιόλας; Δεν έχω ξεχάσει μου λένε. Κάνω πως ξέχασα για να
μην θυμάμαι.
Κι
αν θυμάσαι βοηθάει; Κι αν θυμάσαι έχει νόημα;
Και
τι έχει νόημα; Και τι σημαίνει κάτι να έχει νόημα;
Δεν
θέλω τίποτα να έχει νόημα.
Καλύτερα
στο τίποτα. Καλύτερα στο μπέρδεμα.
Δεν
σου ζητάς να πεις τίποτα. Δεν σου ζητάς να δώσεις μορφή σε τίποτα. Κι έτσι
συνεχίζεις στα τυφλά.
Φαντάσου.
Στα κουφά και στα τυφλά μαζί.
Δεν
θα σ’ αφήσω να πεθάνεις.
Θα
σου μαγειρεύω.
Θα
σε ταΐζω κάθε μέρα.
Δεν
θα σ’ αφήσω να χαθούμε.
Θα
σε ακολουθώ κι ας είναι ο δρόμος λάθος.
Δεν
θα σ’ αφήσω να μικρύνουμε.
Θα
περπατάμε και θα μεγαλώνουμε.
Θα
μεγαλώνουμε τόσο που εμείς θα γίνουμε ο δρόμος.
Θα
γίνουμε δρόμος και θα τον αλλάζουμε κατά πως θέλουμε εμείς.
Δεν
υπάρχει δρόμος να ακολουθήσεις.
Δεν
θα σ’ αφήσω να σταματήσεις να σφυρίζεις.
Θα
σφυρίζεις και το σφύριγμα σου θα είναι τα χέρια που κρατάνε τους ανθρώπους με
τα κόκκινα μάτια, τους ανθρώπους που είναι έτοιμοι να βάλουν τα κλάματα.
Αν
σφυρίζεις θα εξαφανιστούν οι άνθρωποι με τα κόκκινα μάτια.
Αν
δεν σταματήσεις να σφυρίζεις δεν θα υπάρχουν άνθρωποι έτοιμοι να κλάψουν.
Αν
συνεχίζεις να σφυρίζεις θα υπάρχουν άνθρωποι που θα χαμογελούν.
Θα
βρούμε να κοιμηθούμε.
Υπάρχουν
αυτά τα σπίτια που τα παράτησαν ανοιχτά.
Υπάρχουν
αυτά τα σπίτια που οι πρίζες έχουν ακόμη ρεύμα.
Θα
σ’ αγκαλιάζω και θα βγάζεις φως από παντού.
Μόνο
τα παιχνίδια βγάζουν φως από το λαιμό όταν τ’ αγκαλιάζεις σφιχτά.
Δεν
έχεις χαλάσει.
Έχεις
δει το φως που εσύ βγάζεις από παντού όταν σ’ αγκαλιάζω σφιχτά; Έχεις δει το
φως που εγώ βγάζω από παντού όταν μ’ αγκαλιάζεις σφιχτά; Έχω περάσει άγρυπνες νύχτες
καθώς το φως έμπαινε στα μάτια μου. Ήταν
όμορφες αυτές οι άγρυπνες φωτεινές νύχτες.
Και
ναι, είναι κι άλλοι σαν εσένα, είναι κι άλλοι σαν κι εμένα, είναι κι άλλοι που
έρχονται από παντού και προχωράνε κι αυτοί στα τυφλά και στα κουφά και δεν
ξέρουν που πάνε και δεν ξέρουν αν έχουν πάρει τον σωστό δρόμο και δεν ξέρουν τι
σημαίνει η λέξη «σωστό» και γίνονται μεγάλοι και δεν μικραίνουν και φτιάχνουν
δρόμους και λεωφόρους και θάλασσες και συνεχίζουν να προχωρούν για να
συναντήσουν εμάς, για να ενωθούν μαζί μας.
Όταν
τους δεις, όταν τους συναντήσεις, όταν ενωθείς μαζί τους ο δρόμος δεν θα είναι
δύσκολος πια.
Θα
ξημερώσει το πρώτο βράδυ.
Πάντα
ξημερώνει το πρώτο βράδυ, όσο σκοτεινό κι αν είναι.
Πάντα
ξημερώνει, όσο τρομαχτικό κι αν φαίνεται.
Κι
όταν ξημερώσει απλώς θα πάμε…
Μαρίνα Μάγκλαρη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου