Κόκκινη
κλωστή δεμένη... Τυλιγμένη. Δώσε κλώτσο... Παραμύθι να αρχινίσει.
Είναι. Τα
Χριστούγεννα είναι η εποχή των παραμυθιών. Για μικρά και πιο μεγάλα παιδιά.
Έλα. Μη μου λες ψέματα. Κοκκίνισες. Έχεις κι εσύ γράψει στον κυριούλη με το
έλκηθρο. Με την καλοταϊσμένη κοιλίτσα και την πλούσια άσπρη γενειάδα. Της
εποχής σου τα κλασικά ήταν τα play mobil.
Τώρα είναι άλλα. Μη μου το παίζεις βαρύς κι ασήκωτος. Κάποτε ήταν και δικός σου
κολλητός.
Εγώ τον
φοβόμουν λίγο. Ποτέ δεν είδα πρόσωπο ολόκληρο και με έβαζε σε υποψίες.
Βιαστικές παραγγελιές. Στα πρώτα μπουσουλήματα άφηνα στο καθιστικό μια κούπα
γάλα για τις μετέπειτα αντοχές. Αργότερα στα πιο σίγουρα βήματα μου, το γάλα
έγινε κονιάκ. Οιμεγάλοι με αλκοόλ εύχονται. Έτσι το είχα καταγράψει.
Φέτος δεν
θα του γράψω. Φέτος δεν θα στολίσω.
Τα
Χριστούγεννα είναι γιορτή. Αλλά έξω κάνει πόλεμο και μέσα λύπη. Τα γεγονότα μας
πρόλαβαν.
Έπεσα να
κοιμηθώ κι ονειρεύτηκα. Μπερδεύτηκα. Μπέρδεψα το θλιμμένο της Μεγάλης Εβδομάδας
με το ευτυχισμένο χριστουγεννιάτικο. Ονειρεύτηκα πως έψαχνα το Άστρο της
Βηθλεέμ. Αντί για χρυσό, λιβάνι και σμύρνα, κορδέλες μοβ με πνίγουν. Κλαίω για
τη Μεγάλη Δευτέρα. Σκλάβο κάποιον Ιωσήφ τον πούλησαν τα αδέλφια του, από φθόνο.
Η Μεγάλη Τρίτη η πιο επίκαιρη. Των μωρών παρθένων και της Κασσιανής. Την
Τετάρτη ο Ιούδας ντυμένος λέει, μικρός τυμπανιστής, με πουλά για τριάντα
αργύρια. Την επόμενη κάθομαι στον Μυστικό το δείπνο. Βάφω κόκκινα τα αβγά, αντί
να γεμίζω γαλοπούλες. Μυρίζει μπογιά, αντί για κάστανο. Την Παρασκευή ‘’άρον,
άρον σταύρωσον Αυτόν’’. Και αργά το βράδυ ο Μελχιόρ, ο Γάσπαρ κι ο Βαλτάσαρ
αντί για τίμια δώρα κρατάν τον επιτάφιο. Ψηλά τον σηκώνουν. Περνάω από κάτω
τρεις. Να σπάσει πόδι η κατάρα. Ξημερώνει η Κάθοδος. Αντί για κάλαντα
μουρμουράω τη ζωή εν τάφω. Τρελή καφρίλα. Αυτή τη φορά αφήνω σφηνάκι ξύδι στον
Άγιο. Φοβάμαι αυτόν κι εμένα μαζί.
Ξυπνάω
ιδρωμένο δέρμα, αγχωμένη ανάσα. Πετάγομαι... Παίρνω το όνειρο σημάδι. Και το
παίρνω απόφαση. Θα στολίσω. Μεγάλη γρουσουζιά, αν όχι.
Πανικόβλητη.
Το στόλισα τελικά εκείνο το δέντρο, της αποθήκης. Της γιορτής. Το στόλισα, με
χίλιους εφιαλτικούς εκβιασμούς. Έφτιαξα και καραβάκια χάρτινα. Πάντα τα πήγαινα
καλά με τα μέσα μεταφοράς. Τα κάρφωσα στις πλαστικές βελόνες του ελάτου. Για
την υποδοχή, της νέας χρονιάς. Στη βάση κορδώνεται η φάτνη μου. Ο Χριστός μωρό.
Εγώ μεγάλη τον φροντίζω, μη σπάσει. Τα ζώα και οι μάγοι όλοι στις θέσεις τους,
βαράνε προσοχή. Μην πάθει το νεογέννητο. Μην ο Ηρώδης του κάνει κακό και βγει
λάθος η ιστορία.
Αγόρασα
και λαμπάκια. Κάηκαν τα περσινά. Με καμμένο είναι γρουσουζιά να υποδέχεσαι το
καινούργιο. Τα κάρφωσα στα μαλλιά. Φέτος θα είμαι εγώ η πρωταγωνίστρια στο
εργάκι. Όλο το εορταστικό θα το πάρω στις πλάτες μου. Τελευταίες πινελιές πριν
βγω στη σκηνή. Μπροστά στον καθρέφτη. Τον ακούω που κλαίει, για την παράνοιά
μου. Σκασίλα μου. Εγώ φέτος τρίζω από καθαριότητα. Με βάζω στην πρίζα. Άναψα.
Με άναψα. Να υποδεχτώ με φωταψίες το ΝΕΟ. Να ουρλιάξω και να ευχηθώ καλή
ανάσταση. Ανάσταση κι ανάταση ψυχών. Αυτή η ευχή. Μπας και ισορροπήσουμε. Μπας
και γλιτώσουμε και σωθούμε. Και τη βγάλουμε καθαρή και το
"καινούργιο" φέτος. Σπάω ρόδι να το πατήσω, να γλιστρήσω πάνω σε ένα
εκατομμύριο ευχές.
Δεν
μπορεί η μία θα βγει αληθινή!
Μαίρη Γεωργιοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου