Όταν
ήμουν μικρή ήθελα να μάθω να παίζω μπουζούκι. Έβλεπα από τη τζαμαρία του
καφενείου τον γιο του καφετζή με έναν δάσκαλο να του μαθαίνει μπουζούκι και
πέθαινα από τη ζήλεια μου.
Και
τελικά;
Ξεκίνησα
μπαλέτο!
Εκεί,
κάτω από τις γραμμές του τρένου σε συνάντησα πρώτη φορά. Μαζί με την Ειρήνη
παίζατε και τραγουδούσατε και γέμιζε ο κόσμος ομορφιά.
Κάπως
έτσι ξεκίνησαν όλα. Κάπως έτσι ξεκίνησαν οι επικίνδυνες αποστολές του μπαγλαμά
και της μουσικής στα χέρια μου.
Κάπως
έτσι ξεκίνησε μια αυθεντική σχέση μαζί σου. Ήσουν δάσκαλος. Ήσουν αληθινός
φίλος. Ήσουν σαν πατέρας για μένα.
Μαζί
πήγαμε και βρήκαμε το «Μαρικάκι». Αχ το «Μαρικάκι»! στα χέρια σου κελαηδούσε
και στα δικά μου αγκομαχούσε.
Κι
ερχόμουν στο «Καφωδείον», στο σπίτι σου, στον πεζόδρομο, στα Εξάρχεια της
εφηβείας σου και είχες πάντα ανοιχτή την πόρτα σου και με περίμενες καθισμένος
στο γραφείο και λαχταρούσα να με ζεστάνεις με το καλωσόρισμα και την αγάπη σου.
«Δεν
μελέτησα Σταύρο», έσπευδα κάθε φορά για να καλύψω τα ακάλυπτά μου και γελώντας
μου έλεγες κάθε φορά «Δεν πειράζει βρε Μαρινάκι, για μια φορά δεν πειράζει!»
και ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί για την ασυνέπειά μου.
Κι
ερχόμουν άλλοτε χαρούμενη, άλλοτε συφιλιασμένη, άλλοτε λυπημένη και μ’ άκουγες
να βρίζω θεούς και δαίμονες, με έβλεπες να κλαίω, να γκρινιάζω, να γελάω κι
όπως κι αν ήμουν με δεχόσουν, με συμβούλευες, με προστάτευες, ανησυχούσες για
μένα, χαιρόσουν μαζί μου. Πίστευες σ’ εμένα. «Το Μαρινάκι έχει νταλκαδάκι»
έλεγες και κάθε φορά σκεφτόσουν ποιο τραγούδι θα ταίριαζε στην κατάστασή μου,
ποιο τραγούδι θα με κινητοποιούσε να το μάθω. Κι όταν έπαιζα τις πρώτες νότες
και άρχιζε να σχηματίζεται μια υποψία μελωδίας άνοιγαν οι ουρανοί και ήμουν ο
πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο. Είχες αυτή τη μαγεία, να αγγίζεις τους
ανθρώπους στο βάθος της ψυχή τους, να τους ζεσταίνεις.
Και
μου έφτιαχνες καφεδάκι και έβαζες μέσα τα μυστικά μυρωδικά σου και τις
αλχημείες σου και μοσχοβολούσε ο τόπος μυρωδιές, μελωδίες, ιστορίες από τα
παλιά.
Σε
ρωτούσα, σου ζητούσα να μου λες ιστορίες από τη ζωή σου και σ’ άκουγα μαγεμένη.
Και μιλούσαμε για τους κοινούς μας τόπους, για τα Γιάννινα, τη Σαλονίκη, την
Αθήνα και ταξιδεύαμε στις αναμνήσεις, στα όνειρα για το μέλλον. «Κουράστηκα»,
σου έλεγα «από τη ζωή μου εδώ, θέλεις να ανοίξουμε ένα καφενείο; εγώ να μαγειρεύω
κι εσύ να παίζεις μουσική» και διαφωνούσαμε για τον τόπο που θα είχαμε το
καφενείο και ήταν ωραίο το όνειρο που σκαρφιζόμασταν και περνούσε η ώρα.
«Μαρινάκι άσε το μασαλάκι κι έλα να παίξουμε καμιά πενιά». Κι όταν μπορούσα να
σε ακολουθώ και παίζαμε μαζί μια μουσική φράση ε, τότε πλημμύριζα από ευτυχία.
Σ’
ευχαριστώ που άνοιξες τη ζωή σου και μ’ άφησες να γίνω κομμάτι της. Σ’
ευχαριστώ που με αγάπησες έτσι όπως ακριβώς είμαι. Σ’ ευχαριστώ που πίστεψες σ’
εμένα. Ήσουν σπουδαίος άνθρωπος.
Τώρα
πια έρχεσαι στα όνειρά μου. Σε ονειρεύομαι κάποια βράδια. Έρχεσαι στη σκέψη
μου. Κάθε φορά που μπλέκομαι με τον εαυτό μου σκέφτομαι όσα εσύ θα μου έλεγες
και ξαναστέκομαι στα πόδια μου. «Ψηλά το κεφάλι Μαρινάκι. Μη στεναχωριέσαι για
τίποτα». Σε βλέπω να με αποχαιρετάς από την εξώπορτα του σπιτιού σου και ξέρω
πως θα είσαι πάντα εκεί.
Θα
έρθω να σε βρω μια μέρα, να παίξουμε μαζί από την αρχή, από εκεί που
πρωτοξεκινήσαμε
«Μαύρα
μάτια μαύρα φρύδια,
κατσαρά
μαύρα μαλλιά.
Άσπρο
πρόσωπο σαν κρίνος
και
στο μάγουλο ελιά.»
Στον
Σταύρο Ζιώγα
Μαρίνα Μάγκλαρη
http://maria-symeonidou.blogspot.gr/2016/11/goodbye-my-friend.html
ΑπάντησηΔιαγραφή