Πώς
την γράφεις τη λέξη «τρένο»;
Κάποτε
την γράφαμε με «αι». Τώρα άλλαξαν οι ορθογραφίες, προσαρμόστηκαν στα εφήμερα,
ευκολοχώνευτα, χωρίς πολλά πολλά.
Δεν
χρειάζονται και πολλά πολλά, δημιουργούν εξαρτήσεις, μπλέξιμο.
Ανάλογα
με το τρένο.
Ανάλογα
με τη φυγή.
Πόσο
μεγάλη να είναι;
Ένας
γίγαντας στέκεται μπροστά μου, ένας καλοκάγαθος γίγαντας, διστακτικός,
ντροπαλός.
Με
κοιτάει ευθεία στα μάτια, μέσα από τα κοκάλινα γυαλιά του.
Με
μετράει.
«Είχα
ξαναέρθει πριν δυο χρόνια, αλλά σας ξεγλίστρησα. Τώρα, όμως, ήρθα και είμαι
αποφασισμένος να μείνω».
Είναι
νωρίς για εκείνον τόσο πρωί, αλλά θα έρχεται, γιατί θέλει να έρχεται.
Μένει
σ’ ένα υπόγειο, μόνος.
Έχει
οικογένεια, αλλά δεν θέλει να προκαλέσει άλλα προβλήματα.
«Έχω
μανιοκατάθλιψη, διάφορα, αλλά κυρίως έχω σχιζοφρένεια».
Μου
συστήνεται με τον κωδικό του εγχειριδίου της ψυχιατρικής.
«Είμαι
F20»,
λέει και ακούγεται τόσο ψυχρό, τόσο παράταιρο με τον άντρα που κάθεται απέναντί
μου.
Ένας
κωδικός για κάθε ανθρώπινη ύπαρξη και όλα τακτοποιημένα…
«Κάποτε
ήμουνα χρήστης. Για πολλά χρόνια. Είμαι καθαρός 12 χρόνια»
Χασίς,
πρέζα, κοκαΐνη. Σε όλες τις μορφές, με όλους τους τρόπους.
Ζεφύρι,
Ομόνοια, Αθηνάς, Ζήνωνος, Πειραιάς, Θεσσαλονίκη, στο νησί.
Ντίλερς,
χασισοκαλλιεργητές, προστάτες της νύχτας, γυμναστήρια βιτρίνα διακίνησης.
Μπάτσοι,
συλλήψεις, ψυχίατροι («10 έχω αλλάξει»), εγκλεισμοί, εκούσιοι κι ακούσιοι.
Μεθαδόνη,
απεξάρτηση, ψυχιατρείο, ξανά και ξανά.
Τον
ακολουθώ στον δρόμο που μου ανοίγει. Μου προσφέρει τη ζωή του. Με παίρνει μαζί
του στο σκοτάδι που έζησε «για το χάσιμο της μαστούρας».
Ο
χρόνος μπερδεύεται, από το παρόν στο παρελθόν, από την εφηβεία στην ενηλικίωση,
από τα ναρκωτικά, στις φωνές στο κεφάλι του. Από την Ελλάδα στον Καναδά, στο νησί, στην Αθήνα, στη
Θεσσαλονίκη και πάλι όλο ένα κουβάρι. Από τον πόνο που προκάλεσε στους δικούς
του, στο κομμάτιασμα της δικής του ζωής.
Στιγμιότυπα.
Θλιμμένα. Βασανιστικά. Απολαυστικά. Θυμωμένα. Λιγωμένα από έρωτα για ένα
κορίτσι.
Και
ζητάει ευγενικά συγγνώμη, να μη μου μιλήσει για πράγματα που δεν αντέχει.
Και
μου ζητάει συγγνώμη, μήπως με κούρασε, μήπως με μπέρδεψε με όσα λέει.
Και
μπορεί και γελάει στιγμές στιγμές.
Και
μπορούμε και γελάμε και μαζί.
Φιλοσοφία,
πολιτική, ποίηση, λογοτεχνία, φωτογραφία, ζωγραφική.
Ένα
μυαλό που δουλεύει ακατάπαυστα.
Δυο
χέρια που γράφουν, γράφουν, γράφουν.
Ποίηση,
κάποτε.
Γράμματα
στην Παναγία, τώρα.
Γράμματα
σε μια μάνα, έτσι κι αλλιώς.
Είναι
μόνος.
Δεν
έχει πια φίλους.
Δεν
βγαίνει έξω. Τον εξαντλεί η ζέστη. Μόνο εδώ έρχεται. Φορτωμένος δώρα –
φωτογραφίες, ποιήματα για τον ήλιο, για το τσακισμένο μυαλό της αρρώστιας, για
τον έρωτα που διακόπηκε βίαια.
Ποιήματα
γεμάτα ομορφιά και πόνο. Χωρίς περικοκλάδες και στοιχισμένα καλολογικά στοιχεία
να σου μπερδεύουν τη σκέψη για να φανεί πως είναι τάχα σπουδαία.
Λόγια
που ακουμπούν στην καρδιά. Απλά, αληθινά, γεμάτα εικόνες και συναισθήματα.
Κάποτε
το συνάντησε το κορίτσι, τυχαία.
Ήταν
απόμακρη.
Δεν
έζησε την αγάπη του μαζί της όπως θα ήθελε.
Καβάλα
σ’ ένα μηχανάκι πετούσαν να βρουν κάτι να τους «πετάξει», πετώντας τη ζωή από
πάνω τους.
Κι
έπειτα το ταξίδι στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, να ξεφύγει, να καθαρίσει.
Ένα
βράδυ ήρθαν οι θόρυβοι στο κεφάλι, ένα βουητό και το βουητό έγινε φωνές.
Έβγαινε
έξω, να μην ακούει.
Παγωνιά.
Χιόνι. Άστεγος με τους άστεγους, σε πεζοδρόμια, κάτω από γέφυρες, σε βαγόνια.
Ένας
μακρύς δρόμος, δύσκολος, γεμάτος κυνηγητό και ακινητοποίηση. Δεν την αντέχει
την ακινητοποίηση.
Να
φύγει, να ξεφύγει. Να πηδήξει τη μάντρα του ψυχιατρείου, να γυρίσει σπίτι με
τις κάλτσες.
Σπίτι
είναι τώρα και παλεύει με τον εαυτό του.
Τις
συνήθισε τις φωνές. Του μιλάνε τα βράδια για την ημέρα που πέρασε. Τον
επιβραβεύουν ή του κάνουν παρατηρήσεις.
Ντρέπεται
τους ανθρώπους στο νησί. Ντρέπεται για το παρελθόν. Χαμηλώνει το βλέμμα.
Την
αγαπάει τη θάλασσα. Θέλει να μείνει πολύ στο νησί. Να κολυμπάει. Αυτό μόνο. Αλλά
ντρέπεται. Πώς θα τους αντικρίσει;
Κάποτε
ονειρεύτηκε ένα τρένο να ταξιδεύει κι αυτός κρατώντας το κορίτσι από το χέρι να
ανεβαίνουν λαθραία.
Την
αγαπάει τη ζωή κι ας έζησε λαθραία μέσα της.
Την
αγαπάει τη ζωή και την ζωγραφίζει με τα λόγια του, την αποτυπώνει στις
φωτογραφίες του.
Την
περπατάει ως εδώ με τα πόδια του, τα τσακισμένα από τα φάρμακα και τη ζέστη.
Την
αγαπάει τη ζωή.
Την
ζωντανεύει στις αναμνήσεις του και στην επιθυμία του να ζήσει χωρίς να
βασανίζεται.
Την
αγαπάει τη ζωή και μου την δίνει στις λέξεις του κι εγώ φοβάμαι μήπως δεν είμαι
αρκετή για να την κρατήσω.
Μαρίνα Μάγκλαρη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου