Φιλενάδα μου, είχα
πάντα μια απορία…
Τι κάνει κανείς με το
θυμό του; Ήταν πάντα ένα δύσκολο ζητηματάκι για μένα. Σου δίνω λοιπόν
εναλλακτικές, δεν είμαι ψυχαναλυτής εγώ!
Α. Του κλείνει την
πόρτα και τον ξεχνά;
Β. Του κλείνει το
μάτι και του λέει περίμενε, αργότερα τα ξαναλέμε;
Ποιος να μου ‘λεγε,
μετά από χρόνια, πως θα βοηθούσε στη κατανόηση του μια παλιά ξεχασμένη και χαμένη
για χαμένη παρτίδα σκάκι…
Όταν ήμουν μικρή,
γύρω στα 7, ίσως και λίγο παραπάνω, μ’ έβαλε ο αδερφός μου να μάθω σκάκι. Ξέρεις,
10 χρόνια μεγαλύτερος. Καλά μη φανταστείς τώρα, τίποτα σοβαρό… Είχα μάθει τις
κινήσεις και ήξερα το στόχο: Να του «φάω» το βασιλιά! Έτσι θα κέρδιζα, λέει…
Ήξερα νομίζω εξ αρχής
πως δεν είχα και πολλές ελπίδες να κερδίσω τον Μεγάλο. Όμως συνέχιζα να παίζω
αν και γνώριζα το αποτέλεσμα. Τι περίεργο παιχνίδι κι αυτό, να ξέρεις πως θα
χάσεις αλλά να φέρεσαι σα να μην έχεις τη παραμικρή ιδέα για την τελική χασούρα;
Είχε κι αυτό την πλάκα του. Όταν πια, έγινε απολύτως σαφές- και πολύ σύντομα-,
πως δεν έχω καμία ελπίδα να κερδίσω, άρχισα να αναζητώ άλλου τύπου ενδιαφέροντα
προς το παιχνίδι… Κάτι έπρεπε να με κρατήσει ζωντανή μέσα σε αυτό, κι ο άλλος
ήταν πωρωμένος… Μια περίεργη συνήθεια ανεξάρτητη από τη νίκη του παιχνιδιού
ήρθε να ενεργοποιήσει το ενδιαφέρον μου για αυτές τις παράλογες παρτίδες: Να μη
χάσω τα αλογάκια μου!!!
Ας μου φάει τη
βασίλισσα, τους αξιωματικούς, τους πύργους, όλα μου τα πιόνια βρε αδερφέ, καλά,
τον φουκαρά το βασιλιά τον είχα χαμένο από χέρι, αλλά όχι τα αλογάκια μου!!!
Και τα κατάφερνα. Τα κατάφερνα!!! Έχανα πιο γρήγορα βέβαια την παρτίδα, αλλά τα
κατάφερνα!!! Πρέπει να το κατάλαβε κάποια στιγμή κι ο Μεγάλος, καθώς σε μια κρίσιμη
στιγμή του παιχνιδιού αποφασίζω να σώσω τη τιμή του αλόγου μου αντί της
βασίλισσάς μου. «Καλά είσαι εντελώς βλαμμένη; Σου τρώω τη βασίλισσα, δε
βλέπεις;» Φυσικά και έβλεπα, αλλά σιγά μη του ‘λεγα το μυστικό μου!!!
Η επόμενη παρτίδα
ήταν μια τραγωδία! Ο Μεγάλος, που προφανώς είχε αρχίσει να χάνει κάθε
ενδιαφέρον για το σκάκι χωρίς αντίπαλο, αποφασίζει να με ρίξει στα βαθιά. Ή
παίζουμε ή δε παίζουμε!. Το πλήγμα μεγάλο, το πρώτο μου αλογάκι δε χλιμίντρησε
στάλα στα πρώτα δραματικά δευτερόλεπτα του παιχνιδιού… Εντάξει υπερβάλλω… Το δεύτερο
αντιστάθηκε σθεναρά, αλλά είχε πλέον αποκαλυφθεί πέραν πάσης αμφιβολίας ο δικός
μου ‘καμένος’ στόχος για το παιχνίδι, και δεν κατέστη δυνατό να το σώσω αφού ο
Μεγάλος τα χε πάρει στο κρανίο. Ο πόνος βαθύς φιλενάδα. Είχα μείνει με αρκετά
πιόνια, μα τι νόημα είχε πια χωρίς τα αλογάκια μου; «Έλα συνέχισε!». Απελπισιά
και θυμός… Αφού ήξερε, γιατί μου το ‘κανε αυτό; Γιατί;;; Συνέχισα κι όσο
περνούσε η ώρα κάτι καυτερό κάπου στην κοιλιά μου και λίγο πιο πάνω ζητούσε
διέξοδο. Όχι δε θα κλάψω, ο αδερφός μου είναι ένας πολύ κακός άνθρωπος, πολύ
κακός! Μάταια όμως... Δεκάδες πονεμένα και έξαλλα από θυμό αλογάκια που
χλιμίντριζαν μέσα μου ξεπρόβαλαν αίφνης από τα χείλη μέσα σε αναφιλητά που
τολμούσαν τώρα να ξεστομίσουν: «Θέλω τα αλογάκια μου! Θέλω τα αλογάκια μου!»,
τόσο δυνατά που έκαναν τη μάνα μου να παρέμβει. Επιτέλους ένας σύμμαχος στον
πόνο! Από κείνη την ώρα ο αδερφός μου
ήταν εχθρός. Δε θα ξαναπαίξω ποτέ σκάκι! Ποτέ! Έτρεξα στη μαμά Μου…
Μαμά: «Τι έγινε αγάπη
μου;»,
Εγώ: «Μου ‘φαγε τα αλογάκια
μου, μου ‘φαγε τα αλογάκια μου». (επί, ποιος θυμάται πια, πόσες φορές!)
Μαμά: «Δε καταλαβαίνω
παιδί μου τι λες!»
Εγώ: «Μου τά ‘φαγε,
σου λέω!»
Μαμά: «Τί σου έφαγε;»
Εγώ: «Τα αλογάκια
μου, σου λέω»
Μα κανείς δεν
καταλαβαίνει τίποτα λοιπόν! Κι αυτή η μαμά γιατί με κοιτάει έτσι; Κουφή είναι;
Το μεσημέρι έκανα
απεργία πείνας. Πεινούσα, αλλά ήμουν πολύ θυμωμένη. Πώς να κάτσεις στο ίδιο
τραπέζι με τον εχθρό σου; Τους άκουγα που ψιθυρίζανε, κι άκουσα τη μάνα μου να
γελάει κι όλας. Είμαι μόνη στον κόσμο! Εντελώς μόνη! Εγώ και τα αλογάκια μου. Ευτυχώς
η μοναξιά μου δεν κράτησε και πολύ. Κανά 5λεπτο μετά, η μαμά ήρθε μέσα στο
δωμάτιο και με πήρε αγκαλιά, φαίνεται πως ο …άλλος τής τα πρόλαβε… «Βρε συ,
ξέρεις τι άκουγα τόση ώρα που ούρλιαζες;» Γελάει: «Πώς σου ‘φαγε τα λογάκια σου,
πού να πάει ο νους μου;».
Τι αστείο που θα ‘ταν
πράγματι, αν κάποιος μου ‘τρωγε’ τα λόγια… Κι έτσι μ’ αυτή τη παρανόηση της
μαμάς ξεχάστηκαν και τα αλογάκια και τα λογάκια μέσα μου. Και γέλασα κι εγώ.
Πάντως δεν ξανάπαιξα
σκάκι με τον αδερφό μου. Και με κανέναν άλλο τώρα που το σκέφτομαι. Κι όταν
μετά από χρόνια, στο ντιβάνι του αναλυτή, - θα σου πω κάποια μέρα-, είχα
θυμώσει πολύ με κάποιον, να έτσι αυθόρμητα, μού ‘ρθε στο νου εκείνη η μέρα με
τα χαμένα, φαγωμένα αλογάκια μου… Κι έκλαψα πολύ γιατί δε μου φαινόταν πια
καθόλου αστείο που ‘χα καταφέρει να μου τρώω τόσα α-λογάκια.
Άκου να δεις!
η φίλη σου Ελένη
Ελένη Παλλέ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου