Αύγουστος
του 1988. Περιμέναμε με αγωνία τις βάσεις των πανελληνίων, μου 'λεγε η φίλη και
συνάδελφος μου, η Κατερίνα. Η Κατερίνα μεγάλωσε στην Κοζάνη, σε ένα χωριό χωρίς φροντιστήρια, χωρίς ενισχυτικές, χωρίς
τίποτε. Μόνο ένας από τους δασκάλους του χωριού μάζευε τα παιδιά της Γ’ Λυκείου,
μαζί και την Κατερίνα. Tους
μίλαγε με τις ώρες για την έκθεση και τον κόσμο που απλώνεται έξω από το χωριό.
Στα χωριά, βλέπεις, το διαφορετικό το φτιάχνουν οι δάσκαλοι, οι αγροτικοί
γιατροί –όπου υπάρχουν- και οι παππάδες. Μπορεί να ήταν αυτός ο λόγος που η
Κατερίνα ονειρεύτηκε να γίνει δασκάλα. Ήταν μαθήτρια που κυνηγούσε το «άριστα»
και κατά έναν περίεργο τρόπο την κυνηγούσε και αυτό. Πάντα στη σημαία, πάντα
χωρίς αποτυχίες, πάντα το καλό παιδί της τάξης. Καμιά φορά έσκαγε μύτη και το
κωλόπαιδο που έκρυβε μέσα της για ώρα ανάγκης. Έτσι μου ‘λεγε γελώντας, μια
νύχτα που ξενυχτήσαμε στην εστία. Μια νύχτα που μάς έκατσε στραβά αυτό που μας
είπε η Παπαδάκη στη σχολή: «Αν νομίζετε ότι θα γίνετε κοινωνικοί λειτουργοί στη
σχολή είστε γελασμένοι. Κοινωνικοί λειτουργοί ή γεννηθήκατε ή δεν θα γίνετε
ποτέ», φώναξε. Τι εννοούσε αυτή η Κρητικιά με την περίεργη ντοπιολαλιά; λέγαμε.
Ποτέ δεν μάθαμε…
Η Κατερίνα λοιπόν ήθελε να γίνει δασκάλα. Και ήξερε ότι μπορούσε. Και όλοι της έλεγαν ότι το είχε στο τσεπάκι. Ο μόνος που δεν το ‘χε ήταν η ζωή που δια στόματος ραδιοφωνικού –βλέπεις το ’88 δεν υπήρχε ιντερνέτ- της ανακοίνωσε ότι θα γινόταν κοινωνική λειτουργός…
Στο σπίτι έπεσε πένθος βαρύ. Οι συγγενείς ήταν περίλυποι, το ίδιο και οι δάσκαλοί της. Κανείς δεν της είπε μπράβο, αντίθετα της είπαν «δεν πειράζει». Κάποιοι πιο τολμηροί της είπαν ότι η σχολή είναι για να μάθεις να παρηγορείς ανθρώπους. Όλα αυτά έφταναν στα εφηβικά αυτιά της σαν μοιρολόγια, σαν λόγια παρηγοριάς που ΑΝ δεν είναι τα σωστά, πονάνε περισσότερο από την ίδια την πληγή. Ήθελε να κλάψει δυνατά αλλά δεν μπορούσε να βγάλει άχνα. Πένθος βουβό για τα δασκαλίκι που χάθηκε. «Μα εγώ ήθελα να γίνω δασκάλα» ψιθύριζε πολύ καιρό.
Μέχρι που πήγε να γνωρίσει τη σχολή που πέρασε. Με μια καρδιά πέτρα. Ήθελε να ζυγίσει τη σχολή πριν της κλείσει την πόρτα. Να είναι σίγουρη πριν την απαρνηθεί. Να πει στον εαυτό της «ε, δεν άξιζε και τίποτε». Μα θες από πρόκληση, θες από γινάτι είπε να της δώσει μια ευκαιρία, να δει τα σωθικά της, να δει τι σόι παρηγοριά είναι αυτή που μαθαίνεις εκεί μέσα. Και μπήκε…
Και γνώρισε ανθρώπους που στύβανε την πέτρα, που μίλαγαν και έτριζαν οι τοίχοι για την ανθρώπινη αξία, την μοναδικότητα, την αξιοπρέπεια, την ελευθερία της βούλησης, το δικαίωμα στη ζωή. Άκουσε ανθρώπους που μπήκανε στα γκέτο της Αμερικής και φέρανε επανάσταση στη μικρή καθημερινότητα ανθρώπων. Άκουσε ότι κανέναν δεν μπορείς να παρηγορήσεις αν δεν θέλει να παρηγορηθεί. Κανέναν δεν μπορείς να βοηθήσεις αν δεν θέλει να βοηθηθεί. Μα ΑΝ θέλει μπορούν να γίνουν θαύματα. Άκουσε και ότι τα πιο τρανά θαύματα γίνονται στις ζωές των παιδιών που χτίζουν το αύριο. Αλλά και στη δική σου ζωή μπορούν να γίνουν θαύματα με αυτή τη δουλειά. Αν αντέξεις, όμως. Άκουσε, άκουσε και πήρε τη μεγάλη στροφή του μυαλού. Εδώ θα μείνω, είπε μια νύχτα!
Η Κατερίνα σήμερα είναι κοινωνική λειτουργός με 25-26 χρόνια στην αγκαλιά της. Όχι στην πλάτη της, λέει. Στην αγκαλιά της. Θυμάται τις πανελλήνιες του τότε και χαμογελά και καμιά φορά στήνει γλέντι μόνη της για το λαχείο που της τράβηξε τότε η ζωή και το έντυσε με χρώμα παρηγοριάς για να είναι μασκαρεμένο. Και το πιο αληθινό σε τούτο το μασκαρά είναι το χαμόγελο των ανθρώπων που συνάντησε σε αυτά τα 25 χρόνια. Δεν το μετάνιωσε ποτέ, λέει. Δεν νομίζω, μου γράφει καμιά φορά, ότι θα μπορούσα να είμαι κάτι άλλο. Και ας έχει ξαγρυπνήσει νύχτες ολόκληρες βλέποντας την ασχήμια του κόσμου. Κι ας έχει ξαγρυπνήσει κι άλλες τόσες από χαρά για τον κόσμο τον ανθρώπινο, το μέγα. Κι ας έκλαψε τόσο πολύ τότε που … δεν πέτυχε.
Φαίνεται ότι η ζωή της ετοίμαζε άλλους δρόμους και της έκλεισε συνωμοτικά το μάτι τον Αύγουστο του ’88.
Η Κατερίνα λοιπόν ήθελε να γίνει δασκάλα. Και ήξερε ότι μπορούσε. Και όλοι της έλεγαν ότι το είχε στο τσεπάκι. Ο μόνος που δεν το ‘χε ήταν η ζωή που δια στόματος ραδιοφωνικού –βλέπεις το ’88 δεν υπήρχε ιντερνέτ- της ανακοίνωσε ότι θα γινόταν κοινωνική λειτουργός…
Στο σπίτι έπεσε πένθος βαρύ. Οι συγγενείς ήταν περίλυποι, το ίδιο και οι δάσκαλοί της. Κανείς δεν της είπε μπράβο, αντίθετα της είπαν «δεν πειράζει». Κάποιοι πιο τολμηροί της είπαν ότι η σχολή είναι για να μάθεις να παρηγορείς ανθρώπους. Όλα αυτά έφταναν στα εφηβικά αυτιά της σαν μοιρολόγια, σαν λόγια παρηγοριάς που ΑΝ δεν είναι τα σωστά, πονάνε περισσότερο από την ίδια την πληγή. Ήθελε να κλάψει δυνατά αλλά δεν μπορούσε να βγάλει άχνα. Πένθος βουβό για τα δασκαλίκι που χάθηκε. «Μα εγώ ήθελα να γίνω δασκάλα» ψιθύριζε πολύ καιρό.
Μέχρι που πήγε να γνωρίσει τη σχολή που πέρασε. Με μια καρδιά πέτρα. Ήθελε να ζυγίσει τη σχολή πριν της κλείσει την πόρτα. Να είναι σίγουρη πριν την απαρνηθεί. Να πει στον εαυτό της «ε, δεν άξιζε και τίποτε». Μα θες από πρόκληση, θες από γινάτι είπε να της δώσει μια ευκαιρία, να δει τα σωθικά της, να δει τι σόι παρηγοριά είναι αυτή που μαθαίνεις εκεί μέσα. Και μπήκε…
Και γνώρισε ανθρώπους που στύβανε την πέτρα, που μίλαγαν και έτριζαν οι τοίχοι για την ανθρώπινη αξία, την μοναδικότητα, την αξιοπρέπεια, την ελευθερία της βούλησης, το δικαίωμα στη ζωή. Άκουσε ανθρώπους που μπήκανε στα γκέτο της Αμερικής και φέρανε επανάσταση στη μικρή καθημερινότητα ανθρώπων. Άκουσε ότι κανέναν δεν μπορείς να παρηγορήσεις αν δεν θέλει να παρηγορηθεί. Κανέναν δεν μπορείς να βοηθήσεις αν δεν θέλει να βοηθηθεί. Μα ΑΝ θέλει μπορούν να γίνουν θαύματα. Άκουσε και ότι τα πιο τρανά θαύματα γίνονται στις ζωές των παιδιών που χτίζουν το αύριο. Αλλά και στη δική σου ζωή μπορούν να γίνουν θαύματα με αυτή τη δουλειά. Αν αντέξεις, όμως. Άκουσε, άκουσε και πήρε τη μεγάλη στροφή του μυαλού. Εδώ θα μείνω, είπε μια νύχτα!
Η Κατερίνα σήμερα είναι κοινωνική λειτουργός με 25-26 χρόνια στην αγκαλιά της. Όχι στην πλάτη της, λέει. Στην αγκαλιά της. Θυμάται τις πανελλήνιες του τότε και χαμογελά και καμιά φορά στήνει γλέντι μόνη της για το λαχείο που της τράβηξε τότε η ζωή και το έντυσε με χρώμα παρηγοριάς για να είναι μασκαρεμένο. Και το πιο αληθινό σε τούτο το μασκαρά είναι το χαμόγελο των ανθρώπων που συνάντησε σε αυτά τα 25 χρόνια. Δεν το μετάνιωσε ποτέ, λέει. Δεν νομίζω, μου γράφει καμιά φορά, ότι θα μπορούσα να είμαι κάτι άλλο. Και ας έχει ξαγρυπνήσει νύχτες ολόκληρες βλέποντας την ασχήμια του κόσμου. Κι ας έχει ξαγρυπνήσει κι άλλες τόσες από χαρά για τον κόσμο τον ανθρώπινο, το μέγα. Κι ας έκλαψε τόσο πολύ τότε που … δεν πέτυχε.
Φαίνεται ότι η ζωή της ετοίμαζε άλλους δρόμους και της έκλεισε συνωμοτικά το μάτι τον Αύγουστο του ’88.
Αγγελική Ρουμελιώτου.
Κοινωνική λειτουργός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου