Γυνή, πριν τα σαράντα. Παρά πέντε και… μετά ακριβώς. So fuckin’ what! Δεν
νιώθει και πολύ στα καλά της. Πάσχει. Από κατάθλιψη. Όχι. Όχι, αυτήν της μοδός,
την μπανάλ που μπουκώνεσαι με ψυχοαναληπτικά και δήθεν φουσκώνεις το είναι σου.
Που καταπίνεις ένα ροζ χαιράμενο χαπάκι και μετά τον πάτο ενός ποτηριού με
νερό. Άγιε πάτε! Που χύνεις στο στομάχι τη χαρά για να ξεπλύνεις τη λύπη. Που
καταβροχθίζεις τον κατατονικό εαυτό σου και μετά τον ξερνάς, χαρωπό. Στην τσίτα.
Σε βρώμικες λεκάνες. Κάνοντας την οδύνη, τάχα χαρμονή. Που ξαπλώνεις ανάσκελα
στα ντιβάνια και περιγράφεις, κατεψυγμένες ιστορίες από εποχές που καλά καλά
δεν θυμάσαι.
΄Υποφέρει. Από αρρώστια δικού της τύπου. Δικής της επινόησης. Ακολουθεί την εφεύρεση της αρρώστιας και η αρρώστια εκείνη.
΄Υποφέρει. Από αρρώστια δικού της τύπου. Δικής της επινόησης. Ακολουθεί την εφεύρεση της αρρώστιας και η αρρώστια εκείνη.
Πώς σκοτώνεται ο χρόνος; Πώς σκοτώνεται η ζωή; Πώς σκοτώνεται
το θέλω όταν δεν μπορεί να γίνει;
Αναμένει τις αφίξεις. Κάποτε έσερνε το σώμα και το μυαλό
λιωμίδι. Έσπαγε μπουκάλια, κλωτσούσε κάδους, για πάρτη του. Του ανεκπλήρωτου. Τώρα
ήρεμα σχηματίζει με το χέρι σκιά περίστροφου στους τοίχους και κάνει πως
σημαδεύεται. Και… χωρίς περιστροφές τους σκοτώνει. Μπαμ, όλους. Αναγκαστικώς
απαθής. Ζωγραφίζει γκαζάκια στον τοίχο της κουζίνας και χειροβομβίδες αντί για
μπουρμπουλήθρες στα πλακάκια μουχλιασμένης μπανιέρας.
Μεγαλώνω θα πει… Ωριμάζω θα πει, αυτοτραυματίζομαι. Τσεκ για
επιβεβαίωση ότι ζεις. Ωριμάζω θα πει χώνω τα δόντια βαθιά στο δέρμα. Σβήνω
τσιγάρο στην παλάμη. Τίποτα δεν θα πει.
Στο μπεστ σέλερ γέννηση-αποκατάσταση-οικογένεια-θάνατος, κάτι
την χαλάει. Φρικάρει με τα πρότζεκτ. Τα τακτοποιημένα. Αυτά που σου λένε τα
βήματα της σωστής σειράς. Αν δεν τα περπατήσει 1, 2, 3, 4, 5; Αν τα πάει 3, 5,
1, 4, 2; Θα χαλάσει την ισορροπία; Την τάξη των πραγμάτων;
Ψάχνει, ξύνει σαν μολύβι πληγές. Τις σκάβει. Άλλο βάθος δεν
έχει.
Της αρέσει; Δεν της αρέσει ο εαυτός της. Σκοτεινιάζει. Και τη
μέρα τη θέλει να σκοτεινιάζει γρήγορα. Να φύγει το καλοκαίρι. Και καλοκαίρι και
μεγάλη μέρα μαζί; Χειμωνικά όλα να
μοιάζουν. Και να είναι.
Μην της πεις ποτέ ‘’δεν υπάρχει δεν μπορώ’’, θα σε βρίσει. Μην
της πεις ποτέ ‘’’ό,τι θέλουμε πολύ στο τέλος γίνεται’’, θα σε φτύσει. Μην της
πεις ποτέ ‘’το σύμπαν συνωμοτεί’’… Είναι
αλλεργική στο μεταφυσικό χνούδι της θετικής ενέργειας.
Έτσι είναι αυτή. Σκωπτική, ειρωνική, δηκτική. Κάνει πόλεμο συνεχή
με το μέσα, με το έξω, με το αίμα. Το αίμα μας. Κόβει εμφύλιους κι ομφάλιους
λώρους. Να το παίξει δυνατή. Φτύνει τα ευνουχισμένα παιδιά υπερ-γονέων. Τους
ευνουχισμένους γονείς υπερ-παιδιών. Τους αγκαλιάζει μετά όλους. Χαρτοπόλεμο
κάνει. Κάτω από την μαγκιά και την σκληράδα, που την πουλάει, την αγοράζει και
την ουρλιάζει, ξέρεις πως κλαίει η παρατεταμένη εφηβεία της. Κάνει παρέα με την
αρρώστια, τα γηρατειά, το θάνατο. Τα όνειρα; Βίπερ νόρα, κωλότσεπης. Μιλά με το
κενό… πέφτει μέσα του κι εκεί νιώθει την ασφάλεια. Το κενό είναι μαξιλάρι
προστασίας.
Η νοθεία και η απάτη είναι παντού. Φαντάσματα. Ανασφαλής με το
κόνσεπτ της κατανάλωσης. Κάνει μπάνκα. Ζωή του ενός και του μισού χιλιάρικου.
Ναι, ακόμη με χιλιάρικα συνεννοείται. Κάνει τις μετατροπές. Ένα κατοστάρικο, πόσα
ευρώ; Νοίκι, κοινόχρηστα, φως, νερό, τηλέφωνο. Σούπερ-μάρκετ. Στο σουπερμάρκετ
μην ξεχάσει να πάει. Το ψυγείο δεν έχει τίποτα. Το ψυγείο στάζει νερά.
Καταπίνει την μικρή Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α.
Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α είναι μικρό λευκό χαπάκι. Καταπίνει την ΜΑΙΡΟΥΛΑ και τις σελίδες, άνευ χαπακίου.
Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α είναι μικρό λευκό χαπάκι. Καταπίνει την ΜΑΙΡΟΥΛΑ και τις σελίδες, άνευ χαπακίου.
Ωδή στην μοναξιά. Στον τρόμο. Μη τυχόν και μείνουμε μόνοι. Όχι
από ανθρώπους. Μόνοι από ταμπέλα. Από τάργκετ γκρουπ. Από τίτλο. Ωδή στον μη
καλλιτέχνη. Ωδή στον μη φιλόσοφο της ζωής. Στον μη πετυχημένο. Στον
μεταμοντερνισμό του τίποτα. Ωδή στο ΤΙΠΟΤΑ. Σε μένα, σε σένα.
Συνταγή, με οδηγίες χρήσεις. Γράμμα προς γράμμα.
Μ ην
Α ντιστέκεσαι
Ι σοπεδώσου
Ρ ίξε
Ο λοκληρωτικό
Ύ πνο
Λ υτρώσου
Α υτοκτόνα
Στο βιβλίο, πεθαίνει γιατί έτσι το θέλει. Πάει στην
κηδεία της. Το θάνατο τον ζεις. Στο θάνατο είσαι ζωντανός κι υπάρχουνε όλα. Ξαναπεθαίνει.
Αυτήν την φορά από τα γέλια. Από τα γέλια κι απ' τα γελοία. Τα κωμικοτραγικά.
Αλλάζει ζωή. Ή μάλλον κόσμο. Εκεί πάνω συναντά τον Τσιτσάνη... Έτσι της
συστήθηκε. Τσιτσάνης που δεν ξέρει την “συννεφιασμένη Κυριακή”! Τσιτσάνης με
μούφα μουστάκι! Κι η κοροϊδία τελικά πανταχού παρούσα.
Στην κανονική ζωή… Πόσα εξαρθρωτικά; Πόσα ψυχασθενικά
βήματα άραγε χρειάζονται για να φτάσεις στον προορισμό σου; Μετράει. Από τα
πρώτα μπουσουλήματα μετράει, χαλασιές. Αλλά στα Μαθηματικά, χάρη της έκαναν οι
δάσκαλοι και δεν την έκοβαν. Έπρεπε να την κόψουν. Όταν ήταν νωρίς.
Έπρεπε –μυαλό ξυράφι- να έχει κοπεί…
Μαίρη Γεωργιοπούλου.
Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α
ΛΕΝΑ ΚΙΤΣΟΠΟΥΛΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ; ΚΕΔΡΟΣ
ακριβως για μας τους σε λιγο σαρανταρηδες.ποσο δικιο εχεις
ΑπάντησηΔιαγραφή