Παρασκευή 22 Ιουλίου 2016

Αποσπάσματα από το μυθιστόρημα του Παναγιώτη Γιαννουλέα ‘’Ζωές στην καταιγίδα’’, εκδόσεις ΔΡΟΜΩΝ

Πρώτο

1944…κάπου στην Ελλάδα

Η μεγάλη απόβαση, τον Ιούνιο του 1944 στις ακτές της Νορμανδίας  και η μάχη που ακολούθησε, ουσιαστικά σήμαναν και το τέλος του πιο αιματηρού και παράλογου πολέμου που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα. ‘Ήταν φανερό ότι και στην Ελλάδα σύντομα θα έπνεε ο αέρας της λευτεριάς.


Ήταν μια κρύα νύχτα λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Αν και κατακαλόκαιρο ο καιρός θύμιζε έντονα χειμώνα. Από μακριά ακούστηκε ο ρόγχος της μηχανής ενός αυτοκινήτου και λίγα λεπτά αργότερα ένα μικρό στρατιωτικό όχημα, με τη σβάστικα κολλημένη πάνω από τα φώτα, σταμάτησε στη μέση της πλατείας. Επιβάτες του δυο άνδρες. Ένας νεαρός, ήταν δεν ήταν είκοσι πέντε ετών, και πίσω από το τιμόνι ένας ψηλός γεροδεμένος άνδρας με άγρια χαρακτηριστικά και ένα βαθύ σημάδι στο αριστερό μάγουλο. Στη γκρίζα στρατιωτική στολή του ξεχώριζε η σβάστικα. Γύρισε και έγνεψε στο νεαρό να κατέβει.                                                                         
Εκείνος βγήκε από το αυτοκίνητο και με αργά βήματα άρχισε να απομακρύνεται. Ήταν μετρίου αναστήματος και φορούσε παλιά και χιλιομπαλωμένα ρούχα.
Δεν είχε απομακρυνθεί πολύ όταν το ένστικτό του τον προειδοποίησε για το κακό που ερχόταν. Γύρισε και κοίταξε προς το αυτοκίνητο. Το ένστικτό του δεν είχε λαθέψει. Είδε τον άνδρα από τη θέση του οδηγού να τον σημαδεύει με το περίστροφο.
Πριν προλάβει να αντιδράσει άκουσε τον δυνατό κρότο και ταυτόχρονα ένιωσε να τον χτυπά μια τεραστίων διαστάσεων γροθιά, ενώ το στήθος του είχε πάρει φωτιά. Ένας δεύτερος πυροβολισμός και το αίμα πλημύρισε το λαιμό του. Τα γόνατά του λύγισαν και πέφτοντας μπρούμυτα βυθίστηκε σε βαθύ σκοτάδι.
Με αργές κινήσεις ο ένστολος άνδρας βγήκε από το αυτοκίνητο και πλησίασε τον πεσμένο νεαρό. Τα άγρια χαρακτηριστικά του είχαν αγριέψει ακόμη περισσότερο.  Κοίταξε με αηδία το σώμα στο έδαφος και με τη μύτη της μπότας του το γύρισε. Τα γυάλινα μάτια του νεαρού, όπως διακρίνονταν στον χαμηλό φωτισμό του δρόμου, είχαν τρομακτική όψη.                                                   
–Πήγαινες γυρεύοντας, ψιθύρισε σε σπασμένα ελληνικά.
Μπήκε στο αυτοκίνητο και χάθηκε στο βάθος του δρόμου.
Οι κάτοικοι του χωριού άκουσαν τους πυροβολισμούς, αλλά δεν τόλμησαν να βγουν αμέσως από τα σπίτια τους. Έμειναν σιωπηλοί και τέντωσαν τ’ αυτιά τους. Η απαγόρευση της κυκλοφορία ίσχυε ακόμα. Οι ναζί, βλέποντας ότι η αυτοκρατορία τους κατέρρεε, γινόντουσαν όλο και πιο άγριοι. Σωστά σαρκοβόρα θηρία. Καθημερινά επιδίδονταν σε πρωτοφανείς αγριότητες.
Δεν είχαν περάσει ούτε δυο μήνες από τη σφαγή του Διστόμου, όπου, στις 10  Ιουνίου 1944, διακόσιοι δεκαοκτώ άνθρωποι, ακόμη και αβάπτιστα μωρά, θανατώθηκαν  από τους κατακτητές χωρίς να μάθουν ποτέ το γιατί.
Έτσι όλοι ήταν πολύ προσεκτικοί.
Αφού ο ήχος της μηχανής έσβησε και το αυτοκίνητο χάθηκε στο βάθος του χωματόδρομου, άνοιξαν δειλά δυο-τρεις πόρτες και με πολλές προφυλάξεις βγήκαν δυο άνδρες. Διέκριναν αμέσως το πεσμένο σώμα του νεαρού.
Πήγαν κοντά του και πιάνοντάς τον προσεκτικά από τα πόδια και τις μασχάλες  τον μετέφεραν σ’ ένα από τα σπίτια. Το κορμί του ήταν βαρύ σαν σίδερο.



Δεύτερο

1977, τριάντα τρία χρόνια αργότερα

Γεννήθηκαν τον ίδιο μήνα, την ίδια μέρα και την ίδια ώρα ακριβώς. Και στους δύο έδωσαν ονόματα θεών του Ολύμπου. Το αγόρι το ονόμασαν Άρη και το κορίτσι Αφροδίτη. 
Ο Άρης, κατά την ελληνική μυθολογία, ήταν θεός του πολέμου, νόμιμος γιός του Δία και της Ήρας. Η Αφροδίτη ήταν θεά της ομορφιάς και του έρωτα. Ήταν σύζυγος του Ηφαίστου, αλλά και ερωμένη του Άρη, με τον οποίο απέκτησε το θεό Έρωτα.   



Τρίτο

Η γυναίκα που ήταν όρθια δίπλα στη μεγάλη τζαμαρία, τράβηξε αμέσως την προσοχή του. Ήταν μια πανέμορφη νέα γυναίκα με την αγωνία και το άγχος να κυριαρχούν εμφανώς πάνω της. Θα έλεγε κανείς ότι ήταν η προσωποποίηση της απελπισίας. Κατάλαβε αμέσως ότι αγωνιούσε για κάποιο αγαπημένο της πρόσωπο.
<<Γιατί άραγε αυτή η γυναίκα τράβηξε ιδιαίτερα την προσοχή μου;>> αναρωτήθηκε.
<<Όλοι όσοι βρίσκονται εδώ, στο μικρό σαλονάκι των χειρουργείων, στην ίδια απελπιστική κατάσταση βρίσκονται…>> 
Κάποια στιγμή εκείνη σήκωσε το κεφάλι και περιέφερε τριγύρω το βλέμμα της. Ένα βλέμμα γεμάτο πόνο και θλίψη.  Όταν τα μάτια της έπεσαν πάνω του, εκείνος αισθάνθηκε περίεργα. Ένιωσε ότι δεν τον αντιμετώπιζε με αδιαφορία, όπως τους άλλους που ήταν στον ίδιο χώρο.
<<Μα τι ιδέες είναι αυτές τώρα;>> σκέφτηκε. <<Εδώ χαροπαλεύει η γυναίκα μου κι εγώ σκέφτομαι διάφορα...>>
Κι όμως, κάτι του έλεγε ότι αυτή η συνάντηση δεν θα σταματούσε εδώ.
<<Αλλά γιατί αργούν τόσο πολύ;>>
Έριξε μια ματιά στο ρολόι του. Τότε συνειδητοποίησε ότι σήμερα είχε τα γενέθλιά του. Ποιος ξέρει τι του ετοίμαζε η Τζένη. Και τι σύμπτωση! Ήταν η ίδια ημέρα, ο ίδιος μήνας και η ίδια ώρα που είχε έλθει στη ζωή πριν από τριάντα τέσσερα χρόνια. 
Ήταν η ίδια ακριβώς χρονική στιγμή που είχε γεννηθεί και η Αφροδίτη. Ήταν η ίδια με τη γέννησή τους χρονική στιγμή όταν συναντήθηκαν για πρώτη φορά τα βλέμματα του Άρη και της Αφροδίτης, έξω από την πόρτα των χειρουργείων, στην πιο δύσκολη στιγμή της ζωής τους. Τη στιγμή που η ζωή των αγαπημένων τους συντρόφων βρισκόταν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας.            





Ποια σχέση μπορεί να υπάρχει ανάμεσα σ΄ αυτούς τους δύο ανθρώπους, τον Άρη και την Αφροδίτη,  που γεννήθηκαν ακριβώς την ίδια ώρα  μιας μαγιάτικης ημέρας, και συναντήθηκαν πολλά χρόνια αργότερα, την ημέρα των γενεθλίων τους, στην πιο τραγική στιγμή της ζωής τους, και σ΄ αυτό που συνέβη με τον ναζί και τον νεαρό κατά τη γερμανική κατοχή; Ποιο είναι το μυστικό της σκοτεινής εκείνης εποχής που τώρα  ''έρχεται’’ και τους απειλεί;
Τότε είναι που αναλαμβάνει δράση το γνωστό αστυνομικό δίδυμο, ο αστυνόμος Γρηγόρης Αστρινός και η υπαστυνόμος Έλλη Ροδάκη…


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου