Η
Κατερίνα έζησε βαθιά μόνη. Από πάντα μόνη. Από την μέρα που γεννήθηκε. Σαν
παγωμένο μουσείο. Σαν καλοκαιρινό θέατρο μέσα σε χειμώνα. Σαν τα σχολικά, όταν
έχουν αργία. Η μοναξιά της έχει το θλιμμένο χρώμα στα μάτια της. Έχει το χρώμα
των Πακιστανών… Τη μοναξιά την μετράει πιάτο πιάτο, μαζί με τα κομμάτια τους.
Σε πάτο φωταγωγού. Μέσα από την μοναξιά πετάει μπουμπούκια. Οι φίλοι της είναι
μαύρα πουλιά. Που όλο ταξιδεύουν.
Ζωγραφίζουν με μαύρο χρώμα. Γράφουνε σε γλώσσα συνθηματική. Οι φίλοι της είναι μαύρα πουλιά και σύρματα στα χέρια σας. Στο λαιμό σας.
Ζωγραφίζουν με μαύρο χρώμα. Γράφουνε σε γλώσσα συνθηματική. Οι φίλοι της είναι μαύρα πουλιά και σύρματα στα χέρια σας. Στο λαιμό σας.
Έζησε
βαθιά λυπημένη. Μια λύπη που δεν έχει όνομα. Που δεν έχει ξανά ποτέ γραφτεί. Λυπημένη,
γιατί βλέπει τους δρόμους να χάνονται μες στους ανθρώπους, τα περίπτερα να
κρυώνουνε από τις βρεγμένες εφημερίδες. Λυπημένη… γιατί ο ουρανός τρυπιέται στα
καλώδια και η θάλασσα ‘’τελειώνει’’ από το βάρος των πλοίων. Η συνενοχή των
θλιμμένων. Η τελευταία παρηγοριά.
Έζησε
βαθιά φοβισμένη. Άμα κάνει κανείς μια κίνηση, έτσι για να την χαϊδέψει, κάνει
αυτή μια κίνηση πίσω… σαν να μη φάει ξύλο. Γι’ αυτό, αν τύχει και την αγαπήσεις
πρόσεχε σε παρακαλώ πολύ πολύ. Πώς θα την αγκαλιάσεις. Πονάει εδώ. Κι εδώ. Κι
εκεί. Μη! Κι εδώ. Κι εκεί! Εκείνο που φοβάται πιο πολύ μη γίνει ‘’ποιητής’’.
Μην την αποδεχτεί η ράτσα που την έλιωσε για να την χρησιμοποιήσει. Μη μάθει
μέτρο και τεχνική και κλειστεί μέσα σ’ αυτά. Ο φόβος γεννάει συνέχεια αυγά. Και
μπαίνει μέσα η τρέλα. Και μετά, δεν μπορεί να βάλει σε τάξη τους ακατανόμαστους
πλανήτες, ούτε τις εκρήξεις αυτοκτονημένων αστεριών που κατέλυσαν μέσα της.
Έζησε,
περιμένοντας. Τον καιρό που τα παιδιά θα διαλέγουν γονιούς, δεν θα βγαίνουνε
στην τύχη. Περιμένοντας τη μέρα που δεν θα υπάρχουν πόρτες κλειστές με
γυρμένους απ’ έξω. Την μέρα που την δουλειά θα την διαλέγουμε, δεν θα ‘μαστε
άλογα να μας κοιτάν στα δόντια.
Η
Κατερίνα, έζησε βαθιά άν-αρχη. Ίσως φταίνε τα μαλλιά και η μηχανή. Ίσως, γιατί
σφυρίζει τους άντρες. Και πετάει πέτρες στα περιπολικά. Ίσως, γιατί προσέχει,
όταν πλένει τα τζάμια την χαλκομανία του ακροβάτη, που στέκει μετέωρος στο
τεντωμένο σχοινί. Ή γιατί βάζει σε ποτηράκι του κρασιού λουλουδάκια που
ζωγράφισε.
Έζησε,
βαθιά ελεύθερη. Μια ελευθερία, που δεν θα γνωρίσεις ποτέ. Φέρνει τον κόσμο άνω
κάτω. Τον γυρίζει ξυπόλητη, θέλει να τον αλλάξει, αφήνοντας ματωμένα χνάρια στο
πέρασμά της. Η ελευθερία είναι στις ματωμένες σόλες των αλήτικων, τρύπιων
παπουτσιών της. Αυτά τα παπούτσια ποτέ δεν ξεκουράζονται. Ούτε βιάζονται. Κι
όταν ‘’καθαρίσει’’ από
δω θα τα φορέσουν άλλοι. Δεν λιώνουν, όσες πρόκες κι αν ρίχνετε στο δρόμο. Κι
όταν έρθει καιρός που θα κρέμεται στο τσιγκέλι το πετσί της σαν τομάρι απ’ τους
κρατικούς εκδορείς και τη λογοκρισία η φαντασία της θα τρέχει… Φευγάτη και Λεύτερη.
Έζησε
βαθιά, άρρωστη. Γιατί δεν αντέχει τους θνητούς. Η χημεία την τσάκισε. Δεν
πρόλαβε να την τσακίσει. Άρρωστη, γυρνά. Κρυώνει. Αυτοκαταστροφική κι
εξαρτημένη. Ο σκορπιός, όταν κυκλώνεται, καρφώνει την ουρά με την δαγκάνα του
πάνω του. Με φριχτούς πόνους παντού. Δεν κοιμάται. Στερητικά. Βαριά. Χαρμάνα.
Εκ γονιδίου η χαρμάνα η ψυχολογική. Άσπρες είναι οι μπλούζες των γιατρών και η
ηρωίνη. Κι όπου έστρεψε όξος και πρέζα και χολή. Αφήνει παράθυρο ανοιχτό
προσμένοντας τα UFO.
Είναι
επικίνδυνη και πειραγμένη. Όταν ο Θεός χαλά τον κόσμο, χαλάζια και κατακλυσμός…
βγαίνει ξεκάλτσωτη στους δρόμους. Την αράζει πάνω σα σκίουρος στα δέντρα κι
ανάβει τσιγάρο από τις αστραπές. Ραμμένες οι τσέπες στο ξύλινο παλτό. Περπατά
επαναληπτικά. Να κάνει πράξη, όλα όσα σκέφτηκε. Έτσι που την οξυγονοκολλήσανε
δεμένη χειροπόδαρα σε τούτη τη ζωή, σε τούτη την καρέκλα, έτσι και της χώσει
μια στον ουρανό –κοίτα ψηλά- θα πιάσει να βρέχει.
Γέννησε
ένα παιδί. Σταλμένο να χτυπήσει από τα μέσα το κάστρο. Το σπίτι της, όσο το
άνοιγμα των χεριών της κόρης της. Την Μυρτώ την αγάπησε. Κανείς δεν την έχει
αγαπήσει πιο πολύ, όπως μια Κατερίνα το παιδί. Μονάχα σας παρακαλώ, μην τις
κουτσομπολεύετε. Κι αφήστε την Μυρτώ της Κατερίνας ήσυχη. Έτσι γεννήθηκε.
Λυπημένη.
Η
Κατερίνα δεν είναι που ήθελε να ζήσει. Είναι το γαμώτο που δεν έζησε. Και
άρχισε να γέρνει. Τα χέρια της άρχισαν να τρέμουν. Σπάει συνέχεια πράγματα.
Μαζί με αυτά και τα νεύρα της. Κι όταν κλαίει, κλαίει νερό. Νερά πολύ. Και μετά
νερό δεν έχει, στέρεψε. Άσκησε την όραση για μακριά κι έχασε τα κοντινά της. Είναι
κι αυτός ένας τρόπος να ζήσεις.
Στη στροφή του δρόμου… Αποφάσισε το θάνατο στο θάνατο, γιατί αγάπησε πολύ τη ζωή. Έσφιξε το αίμα της και δεν κρατάει άλλο. Γιατί ξεπούλησαν τη φάρα της, θέλησε να φύγει από δω.
Στη στροφή του δρόμου… Αποφάσισε το θάνατο στο θάνατο, γιατί αγάπησε πολύ τη ζωή. Έσφιξε το αίμα της και δεν κρατάει άλλο. Γιατί ξεπούλησαν τη φάρα της, θέλησε να φύγει από δω.
Για
το μάθημα της ιστορίας φύλαξε σε μια μεγάλη φιάλη με νερό λέξεις.
Απροσάρμοστοι, Καταπίεση, Μοναξιά, Τιμή, Κέρδος, Εξευτελισμός. Έπαιξε με λέξεις
χωρίς διαζευκτικό «ή»… Θάνατος-ζωή-νύχτα-μέρα-χάος-αρμονία.
Την
Κατερίνα, την λεν κι Οδύσσεια. Άνθρωπος διωγμένος. Ό,τι πόνεσε κι αγάπησε, η
Κίρκη τα ‘κανε όλα γουρούνια. Κατερίνα, Αικατερίνη. Το ΑΛΦΑ σημαίνει Αρχή.
Θέλω
να ‘ρθεις να χορέψεις ξυπόλητη στα τραπέζια ζεμπέκικο. Να κρατάς στα
μπλαβιασμένα χέρια σου ένα καλά ακονισμένο τσεκούρι και να τσακίσεις τη σαπίλα
του κόσμου. Δεν έχει αλλάξει και καθόλου από τότε. Με σιδερένια αφτιά έχει
μείνει. Βαράνε ακόμα στο ψαχνό. Στο μυαλό ψάχνουν στόχο. Και ‘μεις την
κοπανήσαμε. Δεν κάτσαμε να ζυγιαστούμε. Πουλάμε ακόμα φτηνά το τομάρι μας.
Έχεις πει πως… ‘’Θα ‘ρθει καιρός που θ’
αλλάξουν τα πράγματα. Να το θυμάσαι Μαρία. Άκου, θα ‘ρθει καιρός… Θα την
αλλάξουμε τη ζωή! Παρ’ όλα αυτά Μαρία’’.
Εγώ
εσένα πιστεύω. Την K
των Εξαρχείων. Αναπνέω με μάσκα, περιμένοντας.
Η
Κατερίνα στο νερό που φοβάται έρπει… γεννήθηκε την 1η Ιουνίου του
1940. Το μήνα των κερασιών.
Αόριστος.
Τετελεσμένος Μέλλον. Τετέλεσται. Παύλα. Τελεία. Τελεία.-
Μαίρη Γεωργιοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου