Τετάρτη 4 Μαΐου 2016

ΛΕΥΚΟΣ ΧΡΟΝΟΣ του ΝΙΚΟΥ ΜΠΕΛΑΝΕ

Κι αν είναι ροκ, μην τον φοβάσαι. Και πανκ, αν είναι, μην τον φοβηθείς. Ο Νίκος Μπελάνε, υποφέρει από την ποίηση, σαν προφήτης μέσα σε τσίρκο τσακισμένων σελίδων. Αφηρημένος μ’ ένα τσιγάρο, μπορεί να βάλει φωτιά σε ένα δωμάτιο. Το βιβλίο του ‘’Λευκός Χρόνος’’ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις οκτώ. Ο Νίκος είναι φυλακισμένο παιδί σε άθλιο κλουβί… παύει το τραγούδι της σκλαβιάς; Οι τοίχοι γίνονται σίδερα. Αδυνατεί να πετάξει και δεν έχει καθόλου πλάκα. Κάτι καυστικό να λιώσει, να λιώσει τα κάγκελα. Πνίγεται από την δυστυχία. Λέξεις γεννά ο ύπνος και του ξυπνά ο πονοκέφαλος. Γίνεται απόστημα έτοιμο να εκραγεί. Η σκιά του τού επιτίθεται και την φοβάται. Βλέπει στον ύπνο του πολυκατοικίες να τυλίγονται στις
φλόγες. Μα μόλις ειδοποιεί την πυροσβεστική, οι φωτιές εξαφανίζονται. Υποψήφιος παρανοϊκός, πρώην πυρομανής. Εκεί που χαμηλώνει την ένταση της μουσικής, εκείνη δυναμώνει. Κλείνει τα αυτιά να φτιάξει μια πετυχημένη ψευδαίσθηση. Μπορεί τότε να μην πεθάνει. Πηδάει από μπαλκόνια παίρνοντας φόρα, όση περισσότερη μπορεί. Ίπταται πάνω από την μίζερη πόλη. Εκλιπαρεί για λίγο αλκοόλ. Άδειο μπουκάλι στο κεφάλι! Έτσι την περιμένει μπουκοφσικά… την λύτρωση ή την ισοπέδωση του εγκεφάλου, ανησυχώντας για έναν ύπνο ήσυχο. Φαίνονται στα μάτια του… σεισμοί αλκοόλ δονούν τον εγκεφαλικό κορμό. Αλλάζει τόπο σε κάθε γουλιά. Το αλκοόλ σώθηκε, αλλά δεν μας έσωσε. Κρύα κρεβάτια από μεταμεσονύχτιες παραμορφώσεις, επικίνδυνες πτώσεις. Το τέλος της εξαναγκαστικής ακούσιας ζωής. Να τα σηκώνεις όλα και στο τέλος τίποτα να μην αντέχεις. Ο δρόμος δεν είναι πάντα μεγάλος ή μικρός. Ο δρόμος μπορεί απλά να είναι ένας δρόμος. Μπορεί να είναι και μια ασφάλτινη φυλακή.

Αυτά που γράφει τα σιχαίνεται και θέλει να τα καταστρέψει. Μήδεια των παιδιών του. Καμιά φορά νιώθεις μέσα από τις λέξεις του, σαν να αναπνέει με την βοήθεια μηχανημάτων. Είναι το αυχενικό σύνδρομο του συγγραφέα. Η απάθεια του άτακτου. Η θλίψη του άπιστου. Το υποσυνείδητο, τον γουστάρει πιο πολύ από το συνειδητό. Παίζει με τα γράμματα ονόματος και φτιάχνει λέξεις. Διαδηλώνει τον έρωτα. Ύστερα από πολύωρο πλιάτσικο το σώμα της, γίνεται δικό του. Το σώμα της κι ένα μικρό κομμάτι ύφασμα που το σκεπάζει. Οι γυναίκες που του αρέσουν είναι οι ανέμελες, οι πεταλούδες. Όσες καίγονται γύρω από την λάμπα του έρωτα. Ο έρωτας; Θα έπρεπε να βρει ένα σκληρό ντουβάρι και να τσακίσει τα μούτρα του μαζί με τα φτερά και τα γαμημένα βέλη του. Όλοι παραδοθήκαμε. Κι αυτός στο τέλος υπέκυψε, ενώ στην πραγματικότητα θα ήθελε να ήταν εκείνο το σκληρό ντουβάρι. Εκδικήθηκε, καταδικάστηκε σε θάνατο, σηκώθηκε τινάζοντας τις σκόνες του. Περπάτησε σαν να μην πέρασε μέρα από το κορμί του. Ο Μπελάνε, ανήκει σε μια παρασκηνιακή ηλικία δράσης λάξευσης ψυχών. Στέλνει στον έρωτα παραγράφους έξαψης. Τον περιμένει με μηχανή αναμμένη. Με κόκκινο ξηρό κρασί και σοκολάτα λιωμένη. Οι μέρες περνάν σαν να μην ήρθαν ποτέ. Νηστικός, ημιτελής και υπόδουλος μιας αναμονής τυρρανικής.

Γράφει χωρίς να τον ενδιαφέρει καμία φόρμα, κανένα λογοτεχνικό σκέρτσο. Αφορμάριστο τέκνο, της γενιάς των μπίτ. Ζητά μόνο λευκές σελίδες να τις λερώσει, σε λευκό χρόνο. Από τα χαρτιά του δραπετεύουν σφαίρες. Βρίσκουν στόχο πριν προλάβω να ανοιγοκλείσω τα μάτια. Η φωτιά δεν σβήνει. Από αυτήν ξεκίνησαν όλα. Γουστάρει να κοιτάζει το κενό του καθρέφτη του. Φοβάται μήπως γεμίσει με έναν άγνωστο εαυτό. Κοιτάζει τον τοίχο στα μάτια κι ο τοίχος τον αποφεύγει, χωρίς να διστάζει. Για κατοικίδιο σέρνει μια σκιά. Αποδέχεται το αθέατο. Λατρεύει τον τρόπο που φθείρεται, χωρίς να κοπιάζει. Το μέλλον φορτωμένο με το τίποτα. Οι διαολεμένες εξαρτήσεις σου δίνουν ζωή. Δεν σ’ την κλέβουν.

Σε τούτο το ημερολόγιο, όλα σκούζουν και κουρνιάζουν και θρηνούν και αυτοκτονούν ανήμπορα να πληρώσουν την ζημιά. Ποια απώλεια είναι αναγκαία; Ποια χαριτωμένη; Ποια αναμενόμενη; Ποια ελαφροδεχούμενη; Όλοι θα λείψουμε σε κάποιον. Σε άνθρωπο, σκύλο, άδειο σπίτι, κληματαριά. Ο Μπελάνε, γράφει κλειστοφοβικά, όπως αυτός μόνο ξέρει. Την παγωνιά και το χιόνι που πέφτει το γιορτάζει μεγαλόπρεπα. Με την πιο κρύα μπύρα που βρίσκει στο ψυγείο. Γράφει για την κατασκευασμένη ζέστη, τα θλιβερά καρναβάλια, τα σκασμένα από κρύο χέρια, τις τραμπαλισμένες καρδιές, τις τρεμοπαίζουσες κραυγές… Στο κεφάλι κάνουν κατάληψη ξένοι εφιάλτες.

Τούτος ο τύπος είναι τρελή ορχήστρα. Με το ένα χέρι ανοίγει την μπύρα, με το άλλο στρίβει τσιγάρο, με το τρίτο βάζει το μαύρο πουκάμισο, με το τέταρτο ανάβει το τσιγάρο, με το πέμπτο σβήνει το φως και πάνω στο έκτο χέρι μαξιλάρι το κάνει και αποκοιμιέται. Βουίζει το κεφάλι τυλιγμένο φρενίτιδα.

 Η γη αργοπεθαίνει, χωρίς χώμα να ταφεί. Κι εμείς όλοι προχειροκατασκευασμένες μαριονέτες-κούκλες. Πόσο εύκολα ακινητοποιούμαστε, αν μας κόψουν τις κλωστές που μας δένουν με την ζωή! Κι απ’ την άλλη, οι πρωινοί τρελοί, οι γερασμένοι αλκοολικοί, οι επικίνδυνοι πεζοί, οι παράλογες εξεγέρσεις, οι αλλοπρόσαλλοι θρίαμβοι, οι αναίτιες στάσεις και οι ακίνδυνες μετατοπίσεις.

Το μόνο τετράποδο που του δίνει σημασία είναι το τραπέζι. Γδέρνει πληγές, γιατί με τον πόνο δημιουργεί. Αφορίζει συμβιβασμούς, καίει χάρτινες αναμνήσεις. Θα καεί ο ίδιος. Από τους τοίχους του λείπουν οι εποχές. Γεμίζει το στόμα του με το αίμα της πεζότητας. Αίμα κόκκινο βαθύ. Salto mortale. Το θλιβερό; Αν σαλτάρει μπορεί και να γλιτώσει. Μετράει κόμπους στο χαλί. Το απάτητο, το απατηλό χαλί του.

Το ροκ συνεχίζεται. Στις απότομες  στροφές και στα πανηγύρια. Στις λάθος παρενθέσεις, στα αδιέξοδα. Αθάνατο και καθηλωμένο. Αμόλυντο και συναχωμένο.. ενοχλημένο και απτόητο. Τα θλιμμένα κορίτσια της Γιαννιτσών τρέμουν περιμένοντας να ξημερώσει., χωρίς να κοιτάζουν την ώρα. Χωρίς την παραμικρή υποψία στα λυγισμένα γόνατα και τις καμένες φλέβες. Δεν υπάρχουν θλιμμένες Κυριακές. Υπάρχουν μόνο θλιβερά μεσοφόρια, ευνουχισμένων μυαλών.

Ο Μπελάνε δεν γουστάρει τα ψεύτικα φωτοστέφανα που τα μοστράρεις επιδεικτικά. Σ’ το λέει… πέτα τα στα σκουπίδια. Δεν είσαι άγιος.

Ερωτεύεται την πόλη, μα η πόλη αντιστέκεται.

Οι εργάτες κλαδεύουν τα δέντρα κατά μήκος του πεζοδρομίου. Ο δρόμος σκεπάζεται με τα κομμένα μέλη των δέντρων. Στένεψε και θυμίζει σοκάκι. Πιστά αντίγραφα του μυαλού των ανθρώπων αυτής της πόλης. Οι γέροι έξω από τα ιατρεία του ΙΚΑ από αρρωστημένη συνήθεια. Κάποιοι επιτήδειοι ονόμασαν ελπίδα. Η θλιμμένη σκόνη της χαράς της τρομπέτας του Davis. Η χορεύτρια πεταλούδα στις εγκεφαλικές δίνες του Κέρουακ. Δεν σολάρει ψεύτικες υποσχέσεις. Στο τέλος μας μένει ο λεκές απ’ τα καμώματα του ήλιου. Και σκέψου ότι έχουμε κάτι μήνες να τον ανταμώσουμε… μαζεμένοι γύρω από τον θάνατο. Τον χλευάζουμε, τον φτύνουμε με αισχρόλογα. Κι αυτός το μόνο που μπόρεσε να κάνει… να δώσει υπόσχεση πως θα ξανάρθει.

Ο Μπελάνε είναι μπελάς-ναι… Και σ’ το λέει ξεκάθαρα… ‘’ανέκαθεν ήμουν με τους ανθρώπους του οίνου. Σε σχέση με τους ανθρώπους του πνεύματος δεν με πρόδωσαν παρά ελάχιστες φορές… ίσως κάποτε μπήκε ανάμεσά μας ο θάνατος. Αυτό μόνο. Αστεία πράγματα, δηλαδή’’.

Και ο χρόνος περνά… κι είναι λευκός. Έτσι από σπάσιμο.

                                                            Μαίρη Γεωργιοπούλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου