Από
νωρίς, πολύ νωρίς, όταν ταξίδευε, κολυμπώντας ακόμα μέσα στην κοιλιά της μαμάς,
μια Μαργαρίτα, δεν ήθελε να βγει. Ήξερε, πως όλα θα την πληγώσουν. Θα την
μαδήσουν. Το ήξερε ακόμα πως και η μαμά από την πλευρά της, δεν την άντεχε. Τέρας
την ένιωθε που της έτρωγε τα σωθικά. Ήθελε να πεθάνει, να βγει απ’ την κοιλιά
της νεκρή. Να βγει χωρίς βοήθεια, όπως μπήκε.
Παρασκευή δέκα παρά τέταρτο, βράδυ. Η μαμά στο νοσοκομείο αργοπεθαίνει. Φορά καλτσάκια μικρού παιδιού. Το νυχτικό της, σαν μουντζούρα. Το στόμα της σαν πληγή. Το πρόσωπό της άδειο σκηνικό.
Την διεκδικούν σκιές. Η μαμά πεθαίνει. Η Μαργαρίτα στο θάνατό της είναι αφηρημένη. Στην κηδεία της θέλει να έχει μουσική. Λούις Άρμστονγκ, που της άρεσε. ‘’Μαμά σε λάτρεψα, αλλά διαφορετικά. Με ποιον θα χορεύω; Με ποιον θα μιλάω; Μου λείπεις κιόλας’’. Η μαμά, φοράει τα ρούχα που είχε για να πάνε οι δυο τους σινεμά. Οι τάφοι μοιάζουν με τεράστια διαμάντια. Τα πρόσωπα γύρω σαν να πέφτουν και να σκουπίζουν το πάτωμα. Μια νυχιά, αν δώσεις στο ξύλο την έχεις για πάντα μαζί σου. Την μαμά σου. Κι εκείνη θα κάνει πάντα αυτό που ξέρει καλά. Θα σε κυνηγάει. Και νεκρή θα σε κυνηγάει. Να πάψεις το κλάμα. Αλλιώς, θα χαλάσει το δέρμα σου.
Σε λίγο θα με φας!
Παρασκευή δέκα παρά τέταρτο, βράδυ. Η μαμά στο νοσοκομείο αργοπεθαίνει. Φορά καλτσάκια μικρού παιδιού. Το νυχτικό της, σαν μουντζούρα. Το στόμα της σαν πληγή. Το πρόσωπό της άδειο σκηνικό.
Την διεκδικούν σκιές. Η μαμά πεθαίνει. Η Μαργαρίτα στο θάνατό της είναι αφηρημένη. Στην κηδεία της θέλει να έχει μουσική. Λούις Άρμστονγκ, που της άρεσε. ‘’Μαμά σε λάτρεψα, αλλά διαφορετικά. Με ποιον θα χορεύω; Με ποιον θα μιλάω; Μου λείπεις κιόλας’’. Η μαμά, φοράει τα ρούχα που είχε για να πάνε οι δυο τους σινεμά. Οι τάφοι μοιάζουν με τεράστια διαμάντια. Τα πρόσωπα γύρω σαν να πέφτουν και να σκουπίζουν το πάτωμα. Μια νυχιά, αν δώσεις στο ξύλο την έχεις για πάντα μαζί σου. Την μαμά σου. Κι εκείνη θα κάνει πάντα αυτό που ξέρει καλά. Θα σε κυνηγάει. Και νεκρή θα σε κυνηγάει. Να πάψεις το κλάμα. Αλλιώς, θα χαλάσει το δέρμα σου.
Νεκρή
την μαμά την αγαπάει περισσότερο. Νεκρή είναι δική της. Δεν θα την έχει κανένας
άλλος, ανταγωνιστής. Νεκρή δεν μπορεί πια να την σκοτώσει.
Η
μητέρα είναι κακιά. Τα μάτια της έχουν την σοφία και την αδιαφορία της
κουκουβάγιας. Το χέρι της, γεμάτο δαχτυλίδια, είναι ελαφρό σαν χάδι... Είναι
αδιάφορη, αλλά προστατευτική. Τότε γιατί την φοβάται; Την τρέμει... Κι αυτός, είναι
ένας φόβος που πάει πίσω στους αιώνες.
Κάνει
επανάσταση για να έχει μητέρα. Όταν κάνεις επανάσταση για να έχεις μητέρα, μετά
δεν την αφήνεις. Θέλει να την φάει και να την φτύσει από την τόση λατρεία. Να
την μισεί μέχρι θανάτου και να την αγαπά μ’ όλη της την ψυχή. Η Μαργαρίτα θέλει,
θέλει σαν τρελή να είναι, να γίνει ο σκύλος της μαμάς. Ο Τσου. Να την ταΐζει,
να της μιλά, να την πηγαίνει βόλτα. Μακάρι να ήταν ο Τσου!
Η
Μαργαρίτα λάτρεψε τα αδύναμα χεράκια της. Τον λαιμό της. Τα δάχτυλά της τα
αδύνατα… Χτυπάνε το τραπέζι με το ρυθμό της δικής της ανάγνωσης. Όταν της
διαβάζει Μπαλζάκ. Ξέρει ότι την βλέπει τελευταία φορά καθιστή. Στον ύπνο της
έρχεται τίγρης, έτοιμη να την κατασπαράξει. Δεν την φοβάται. Της δίνει μπράτσο
για να το φάει. Μετά ηρεμεί. Στον ύπνο της γίνεται γοργόνα. Η Μαργαρίτα
ανεβασμένη στην μαύρη της, την τεράστια ουρά, τρέχουνε. Μαζί. Δεν μιλάνε. Μόνο
τα κύματα ακούγονται. Σφίγγει τα πόδια γύρω από την ουρά. Η ουρά, γίνεται
ατσάλι. Την πληγώνει. Η μαμά τής κλείνει το μάτι. Μέσα στα αίματα που έχει στα
πόδια… Ανταποδίδει… Τής κλείνει το μάτι. Κι ο πόνος παύει. Και το αίμα δεν
τρέχει άλλο.
Η
Μαμά, όλα τα τοπία είναι αυτή.
Της
Μαμάς τα μαλλιά, σκεπάζουν την θάλασσα. Τα χέρια της γκρεμίζουν σπίτια.
Σε λίγο θα με φας!
Σε
λατρεύω, μαμά!
ΜΗΤΕΡΑ
πόσο σας αγαπώ. Θέλω να κόψω τα χέρια και τα πόδια σας, για να χωράτε μέσα στην
καρδιά μου.
Σας
μισώ μητέρα. Βλέπω μια τρίχα σας πάνω στο πουλόβερ μου. Κι αυτό το φορέσατε.
Μου κλέψατε την ύπαρξή μου. Ο καθρέφτης μου στέλνει πίσω την εικόνα μου.
Τρέχουμε
στην μάνα μέχρι τελικής εξόντωσης. Οι κόρες γεννούν τις μάνες. Με πολύ πόνο,
αίμα και μύξες. Οι μάνες γεννούν τις κόρες. Έτσι. Να έχουν την κατάρα πάνω
τους!
Μετά
το ηλεκτροσόκ ήταν τόση η αγάπη, που και το ηλεκτροσόκ γινόταν ευχαρίστηση.
Η
Μαμά, φορά μαύρες πέρλες γύρω από το λαιμό. Κυλάνε στο στήθος της σαν δάκρυα.
Ήμουν παιδί, όταν μού είπες, πρόσεχε.
Πρόσεξα, αλλά δεν συνέβη τίποτα.
Μια
μέρα, νύχτωσε. Όταν κοιμήθηκα δεν είχα πια εφιάλτες.
Ήμουν
καλά!
Σταμάτησα
όλες τις κούκλες μου να τις φωνάζω μαμά!
Μαίρη Γεωργιοπούλου
Μένω
ακίνητη για να ακούω.
Κρατάω
την αναπνοή μου για να μη χάσω ούτε έναν ήχο.
Κάνω
τα μαγικά μου μέσα μου.
Αν δεν
ακούσω δεν θα υπάρχει.
Αν
μείνω ακίνητη θα σωπάσουν οι ήχοι.
Οι
αναπνοές θα είναι ρυθμικές.
Τα
φώτα θα είναι σβηστά και όλοι ήσυχοι θα κοιμούνται.
Δεν
πιάνουν τα μαγικά μου.
Ανάσες
δύσκολες, πνιχτές.
Να μη
σε χάσω, να μη χαθείς, να μη χαθούμε.
Να σε
σώσω. Κι εσύ με έσωσες όταν γεννιόμουν.
Μαζί μπροστά
στο θάνατο.
Μαζί
στην αναπνοή.
Δεν
φεύγω.
Σε
κρατάω.
Μη
γλιστράς.
Να βγω
θέλω ζωντανή.
Σφιχτά
αγκαλιαστήκαμε μπροστά στον θάνατο.
Μην
τον κοιτάς στα μάτια, θα σε πάρει μαζί του.
Εμένα
κοίτα.
Πρέπει
να φύγω.
Δεν σ’
αφήνω. Ούτε εσύ μ’ άφησες, θυμάσαι;
Νιώθω
να σώνεται ο αέρας μέσα μου.
Δεν
έφυγες.
Σε
κράτησα.
Έσπρωξα
την κραυγή μου αέρα μέσα σου να ανασάνεις.
Μαμά,
κάθε φορά που σου κλείνω το τηλέφωνο στραβωμένη, απότομη, λακωνική, βάζω τα
κλάματα.
Μαζί
μου έκλαιγες εννέα μήνες.
Εγώ
κρυμμένη μέσα σου, εσύ κρυμμένη σε θρήνο για μια μάνα που έφευγε όσο εσύ με
σχημάτιζες.
Ζωή
και θάνατος σφιχτά δεμένοι, κανείς να μη χωρέσει ανάμεσά τους. Παιχνίδι
ατέρμονο, στο σκοτάδι φανερό, στο φως χαμένο.
Και
θυμάσαι και θυμάμαι και γελάμε.
Χωράω
μέσα σου κι ασφυκτιώ μαζί.
Μη μ’
αγγίζεις, σου φωνάζω.
Να
χαθώ στην αγκαλιά σου θέλω κάθε φορά που ο κόσμος διαλύεται γύρω μου.
Να
φύγω μακριά, να μη γίνω σαν εσένα.
Να
γίνω άλλη,
αλληνής,
καμιάς,
καμιά
δεν είναι σαν εσένα.
Μαρίνα
Μάγκλαρη
Δραματοθεραπεύτρια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου