Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2016

Μια ακόμα εκπαιδευτική μεταρρύθμιση

Pluralitas non estponenda sine necessitate¬
(William of Occam)


Μια συνολική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση είναι λογικό να ξεκινήσει από το δημοτικό, να συνεχίσει με την δευτεροβάθμια εκπαίδευση και στη συνέχεια το πανεπιστήμιο. Προφανώς μπορούν να γίνουν αλλαγές παράλληλα σ’ όλα τα επίπεδα, αρκεί να μην εμποδίζουν την ομαλή εξέλιξη της μετάδοσης γνώσης, δημιουργώντας χάσμα ανάμεσα στις βαθμίδες εκπαίδευσης.
Το σημείωμα αυτό είναι μια προσπάθεια για μια αναφορά στο σύστημα εισαγωγής στα πανεπιστήμια και ΤΕΙ. Αυτό είναι ένα τμήμα της

ελληνικής εκπαιδευτικής πραγματικότητας, που το γνωρίζω αρκετά καλά, επειδή του έχω αφιερώσει 30 χρόνια επαγγελματικής ενασχόλησης. Ζήσαμε το σύστημα των δεσμών, μέχρι την μεταρρύθμιση Αρσένη που άλλαξε εκ βάθρων το λύκειο και κατ’ επέκταση τις εξετάσεις εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Οι δέσμες είχαν προβλήματα, τα οποία προσπεράστηκαν ριζικά και φανταζόμασταν αμετάκλητα. Ως παράδειγμα μπορώ ν’ αναφέρω το γεγονός ότι όποιος επέλεγε να ακολουθήσει την 2ηδέσμη, δηλαδή τις ιατρικές σχολές και τα αντίστοιχα ΤΕΙ ήταν χαμένος αν δεν έγραφε και στα 4 μαθήματα άριστα. Παιδιά με 17αρια έμεναν απέξω, πολλοί κατέφευγαν στο εξωτερικό, αρκετοί ξανάδιναν κρατώντας τους καλούς τους βαθμούς (το επέτρεπε το σύστημα)αλλά χωρίς κανένα εχέγγυο ότι θα τα καταφέρουν κ.λ.π. Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα άφηνε εκτός καλά μυαλά, διότι δεν είχε σχεδιαστεί σωστά.
Με την μεταρρύθμιση Αρσένη λύθηκαν αυτά τα προβλήματα. Οι μαθητές μπορούσαν να επιλέξουν περίπου όποια σχολή ήθελαν και με καλή βαθμολογία μπορούσαν να εισαχθούν σε καλές σχολές, όχι βέβαια πάντα στις πρώτες τους προτιμήσεις, χωρίς να φταίει το εξεταστικό γι’ αυτό.
Το σύστημα όμως είχε ένα βασικό μειονέκτημα. «Κλειστές» εξετάσεις σε 13 μαθήματα. Για να γίνεις μηχανολόγος μηχανικός, έπρεπε να γράψεις καλά και στα θρησκευτικά, στην αγωγή του πολίτη κ.λ.π. Η λογική ήταν να χρησιμεύει ο βαθμός των δυο τελευταίων τάξεων του Λυκείου για να κρίνεται το επίπεδο των υποψηφίων. Έτσι κι ενώ είχαν αρχίσει να κοπάζουν οι αντιδράσεις και αν όχι να γίνεται αποδεκτό, τουλάχιστον να το υπομένουν, άρχισε τελείως λαϊκίστικα από τους επόμενους υπουργούς (Ευθύμιου ,Γιαννάκου κλπ) το ξήλωμα.  Τα 13 μαθήματα έγιναν 9 και στη συνέχεια 6. Ο βαθμός της Β’ Λυκείου «μέτραγε» μόνο αν ήταν καλύτερος απ’ αυτόν της Γ’ Λυκείου, για να εξοβελιστεί στη συνέχεια τελείως. Κανείς δεν σχολίασε βέβαια το ότι στα πολλά μαθήματα, η επιρροή καθενός είναι μικρή, άρα ένας ή ακόμα και δυο κακοί βαθμοί κάνουν λιγότερη ζημιά  στο σύνολο, ενώ στα 6 μαθήματα και πόσο μάλλον τώρα στα 4 ένα μέτριο γραπτό σε αποκλείει από υψηλούςστόχους.
Από το πόστο αυτό πέρασαν επίσης ο Σπηλιωτόπουλος, η Διαμαντοπούλου και βέβαια είχαμε ακόμη τον Αρβανιτόπουλο με ένα τρομακτικά περίπλοκο σύστημα που αναμόρφωνε όλο το Λύκειο και τον Λοβέρδο που ήθελε κι αυτός ν’ αφήσει την σφραγίδα του στο εξεταστικό (τι μανία κι αυτή) αλλά δεν πρόφτασε. Ανέλαβε κυριολεκτικά ένας Μπαλτάς να δημιουργήσει ένα κομφούζιο ανασκευάζοντας την εκδοχή Αρβανιτόπουλου. Ένα σύστημα που επανέφερε τις δέσμες καναλιζάροντας τους υποψήφιους σε πεδία προσανατολισμού, με 4 μαθήματα σε κάθε πεδίο κι ένα πολύπλοκο τρόπο υπολογισμού της βαθμολογίας. Συμπληρώθηκε δε πρόσφατα, διότι πρέπει να το δούμε ως μισοτελειωμένο εργόχειρο-κουρελού όπου ο καθείς βάζει και κάποιες βελονιές, με την εξαίρεση του προφορικού βαθμού. Πλέον θα μετρά μόνο ο γραπτός. Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης το γεγονός ότι όσο προχωρούσε το ξήλωμα της μεταρρύθμισης Αρσένη ολ’ αυτά τα χρόνια, τόσο πιο πολύπλοκος γινόταν ο τρόπος υπολογισμού των μορίων εισαγωγής των υποψηφίων. Η τελευταία περίπτωση (Αρβανιτόπουλου) είχε έναν αλγόριθμο τέτοιο, που σχεδόν μόνο μέσω υπολογιστή θα μπορούσε να βρεθεί η βαθμολογία του υποψηφίου.
Όλη αυτή η ιστορία του πολύπαθου (στα όρια του γελοίου) εξεταστικού συστήματος έχει σημασία διότι ανακοινώθηκε νέος Εθνικός Διάλογος για το εκπαιδευτικό και θα τροποποιηθεί προφανώς και το εξεταστικό.
Δεν είναι σκοπός αυτού του σημειώματος να ασχοληθεί με το υπαρξιακό ζήτημα της εκπαίδευσης στην Ελλάδα.  Δεν είναι της παρούσης να αναρωτηθούμε τι είδους σχολεία έχουμε και σε τι σχολεία θέλουμε να πάμε. Μπορούμε να συζητήσουμε για το πόσο δημοκρατικό είναι το εκπαιδευτικό σύστημα σήμερα και για το αν πρέπει να ρίξουμε απ’ το βάθρο της την αυθεντία του διδάσκοντος. Μπορούμε να ανοίξουμε έναν ανερμάτιστο διάλογο για το αν κάθε βαθμίδα εκπαίδευσης πρέπει να είναι αυτόνομη ή πρέπει να αποτελεί σκαλοπάτι για την επόμενη κ.λπ. Θεωρώ όμως  ότι είναι θέματα που μπορούν να πάρουν απαντήσεις αφού πρώτα λύσουμε βασικές δομικές αδυναμίες που όχι μόνο υπάρχουν, αλλά αποδυναμώνουν οποιαδήποτε προσπάθεια.
Μια τέτοια είναι η πρόσβαση απ’ το Λύκειο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Πρώτα απ’ όλα θα αποδεχτούμε ως κοινωνία ότι όσο πιο πολλοί απόφοιτοι Λυκείου θέλουν να σπουδάσουν σε πανεπιστήμια και ΤΕΙ τόσο το καλύτερο.
Απ’ την άλλη, οι θέσεις στις σχολές είναι περιορισμένες και το επίπεδο μόρφωσης των υποψηφίων πρέπει να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των σχολών που επιθυμούν. Έτσι οι κάποιου είδους εξετάσεις εισαγωγής είναι εκ των ων ουκ άνευ. Να τελειώσει πια αυτό το παραμύθι απ’ όλους όσοι επιδιώκοντας την εξουσία, τάζουν την κατάργηση των εξετάσεων (για να το ξεχάσουν βέβαια αμέσως μετά).
Μπορούμε να πάμε σε ένα απλό σύστημα εισαγωγής ανοιχτό, κατανοητό και χωρίς περιορισμούς. Χωρίς να μπω σε λεπτομέρειες τις οποίες μπορούμε να συζητήσουμε στην συνέχεια, η εισαγωγή των υποψηφίων πρέπει να γίνεται ακολουθώντας τους πιο κάτω βασικούς κανόνες.
1)Κατάργηση σε κατευθύνσεις, επιστημονικά πεδία, ομάδες προσανατολισμού ή όποιες άλλες κατηγοριοποιήσεις σχολών.
2) Το μάθημα της ελληνικήςγλώσσας είναι  απαραίτητο σε κάθε περίπτωση.
3) Οι σχόλες καθορίζουν σε ποια ακόμα 3 μαθήματα πρέπει να εξεταστούν οι μαθητές για να έχουν δικαίωμα εισαγωγής σ’ αυτές. Οι ομοειδείς σχολές έχουν υποχρέωση   να καθορίσουν τα ίδια μαθήματα.
4) Δεν υπάρχουν μαθήματα με συντελεστές βαρύτητας.
5) Ο κάθε υποψήφιος μπορεί να ζητήσει να εξεταστεί σε όσα μαθήματα θέλει προκειμένου να έχει πρόσβαση σε διαφορετικές σχολές.
6)Η βαθμολογία του υποψηφίου είναι ένας απλός μέσος όρος των γραπτών στα  4 μαθήματα που υπολογίζει κάθε φορά, για την σχολή που τον ενδιαφέρει.

Θα δώσω ένα παράδειγμα. Έστω ότι τα Πολυτεχνεία έχουν καθορίσει ως απαιτούμενα μαθήματα τα Μαθηματικά, την Φυσική και την Χημεία, οι Οικονομικές σχολές τα Μαθηματικά, την Οικονομία και τον Προγραμματισμό και οι Παιδαγωγικές σχολές τα Μαθηματικά, την Φυσική και την Ιστορία. Το σύστημα πρέπει να δίνει την δυνατότητα αν κάποιος το επιθυμεί, να εξεταστεί σε Έκθεση (πάντα), Μαθηματικά, Φυσική, Χημεία, Οικονομία, Προγραμματισμό και Ιστορία. Έτσι αποκτά δικαίωμα επιλογής σε όποια σχολή θέλει. Ένας άλλος μπορεί να διαλέξει ένα μικρότερο αριθμό μαθημάτων οπότε στοχεύει και σε περιορισμένο αριθμό σχολών. Σε μια άλλη εκδοχή μάλλον απίθανη βέβαια έστω ότι κάποιος θέλει να μπορεί να διεκδικήσει ταυτόχρονα θέση σε μια Νομική η σε μια Ιατρική σχολή αν έχει διαβάσει παράλληλα Αρχαία, Λατινικά, Χημεία και Βιολογία. Πρέπει το σύστημα να του δίνει αυτή την δυνατότητα.
Ας φύγουμε από τα πολύπλοκα συστήματα. Δεν προσέφεραν τίποτα. Οι πανεπιστημιακοί διαμαρτύρονται για το επίπεδο των πρωτοετών. Υπάρχουν άνθρωποι που εισάγονται σε σχολές με πολλά μαθήματα Χημείας (Γεωπονικές, Μηχανικοί περιβάλλοντος κ.λ.π.)και έχουν να δουν βιβλίοΧημείας απ’ τη Α΄ Λυκείου.  Μαθητές θετικής κατεύθυνσης πηγαίνουν σε σχολές πληροφορικής χωρίς ιδέα περί προγραμματισμού. Πώς να παρακολουθήσουν;
Το μοντέλο που περιέγραψα είναι ένα κατ’ αρχήν σχήμα και δεν διεκδικεί το αλάθητο. Ίσως υπάρχει κάποιο καλύτερο απ’ αυτό. Αποκλείεται όμως να είναι καλύτερο και πιο πολύπλοκο.

¬Η φράση είναι γνωστή σαν Ξυράφι του Οccam (αποδίδεται στον φραγκισκανό μοναχό του 14ου αιώναΓουλιέλμο του Όκαμ) και στην ελληνική μετάφραση της είναι: «Οι πολυπλοκότητες δεν πρέπει να αυξάνονται χωρίς λόγο»  ή σε ελεύθερη απόδοση: «Όταν έχεις δύο ανταγωνιστικές θεωρίες που κάνουν ακριβώς τις ίδιες προβλέψεις, η απλούστερη είναι η καλύτερη» 



του Μιχάλη Δημητρακόπουλου
Εκπαιδευτικού 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου