Ο διαβήτης τύπου 1 (παλαιότερα γνωστός ως
ινσουλινοεξαρτώμενος ή νεανικός διαβήτης), προκύπτει από την αυτοάνοση
καταστροφή των β κυττάρων του παγκρέατος που παράγουν ινσουλίνη, η οποία είναι απαραίτητη
για την επιβίωση. Η επακόλουθη έλλειψη ινσουλίνης οδηγεί σε αυξημένη γλυκόζη
στο αίμα και στα ούρα. Η εμφάνισή του είναι συχνότερη στα παιδιά και στους
εφήβους, αν και η συχνότητα εμφάνισής του αυξάνεται και στη μετέπειτα ζωή.
Συμπτώματα
Οι διαβητικοί που λαμβάνουν αγωγή ινσουλίνης πρέπει να έχουν ως βασική προτεραιότητα την ενσωμάτωση σχήματος ινσουλίνης που ταιριάζει στον τρόπο ζωής τους. Μετά τον καθορισμό της ποσότητας ινσουλίνης που είναι αναγκαία για την κάλυψη του συνήθους περιεχομένου υδατανθράκων του γεύματος, ο ασθενής μπορεί να εκπαιδευτεί ώστε να προσαρμόζει την προγευματική ινσουλίνη ανάλογα με την περιεκτικότητα του γεύματος σε υδατάνθρακες. Ο καλός γλυκαιμικός έλεγχος με τη βοήθεια αγωγής ινσουλίνης συχνά προκαλεί αύξηση του σωματικού βάρους. Λόγω του ότι αυτή η αύξηση βάρους στη συνέχεια μπορεί να έχει δυσμενείς συνέπειες στη γλυκαιμία, στα λιπίδια, στην αρτηριακή πίεση και γενικά στην υγεία πρέπει να υπάρχει πρόληψη αύξησης βάρους ή αλλιώς θα πρέπει να αντιμετωπιστούν οι συγκεκριμένες δυσμενείς συνέπειες. Αν και οι υδατάνθρακες που περιέχονται στο γεύμα είναι αυτοί που καθορίζουν κυρίως τη δόση της ινσουλίνης, πρέπει να δοθεί προσοχή και στην πρόσληψη ενέργειας από την πρωτεΐνη και το λίπος.
Τέλος, η διαιτητική πρόσληψη πρωτεΐνης είναι ίδια τόσο για τους διαβητικούς όσο και για τον γενικό πληθυσμό.
Συμπτώματα
Τα συμπτώματα του διαβήτη μπορεί να είναι έντονα, ελεγχόμενα
ή ακόμα και απόντα. Στο διαβήτη τύπου 1, τα συνήθη συμπτώματα είναι
- η υπερβολική παραγωγή ούρων (πολυουρία),
- η πολυδιψία (αυξημένη δίψα),
- η πολυφαγία (αυξημένη όρεξη),
- η ξηροστομία,
- η απώλεια βάρους και
- η κόπωση.
Αντιμετώπιση
Για τη ρύθμιση του διαβήτη, αλλά και την επιμόρφωση των
διαβητικών ασθενών η διατροφική αγωγή αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της συνολικής
αγωγής. Κάποια από τα χαρακτηριστικά των διατροφικών συστάσεων είναι:
1. η
εξατομίκευση της διατροφικής αγωγής και
2. ο
επιτυχής συντονισμός των τριών κυρίων παραγόντων στην αντιμετώπιση του διαβήτη,
δηλαδή της διατροφής, της ινσουλίνης (όταν είναι αναγκαία) και της σωματικής άσκησης.
Οι διαβητικοί που λαμβάνουν αγωγή ινσουλίνης πρέπει να έχουν ως βασική προτεραιότητα την ενσωμάτωση σχήματος ινσουλίνης που ταιριάζει στον τρόπο ζωής τους. Μετά τον καθορισμό της ποσότητας ινσουλίνης που είναι αναγκαία για την κάλυψη του συνήθους περιεχομένου υδατανθράκων του γεύματος, ο ασθενής μπορεί να εκπαιδευτεί ώστε να προσαρμόζει την προγευματική ινσουλίνη ανάλογα με την περιεκτικότητα του γεύματος σε υδατάνθρακες. Ο καλός γλυκαιμικός έλεγχος με τη βοήθεια αγωγής ινσουλίνης συχνά προκαλεί αύξηση του σωματικού βάρους. Λόγω του ότι αυτή η αύξηση βάρους στη συνέχεια μπορεί να έχει δυσμενείς συνέπειες στη γλυκαιμία, στα λιπίδια, στην αρτηριακή πίεση και γενικά στην υγεία πρέπει να υπάρχει πρόληψη αύξησης βάρους ή αλλιώς θα πρέπει να αντιμετωπιστούν οι συγκεκριμένες δυσμενείς συνέπειες. Αν και οι υδατάνθρακες που περιέχονται στο γεύμα είναι αυτοί που καθορίζουν κυρίως τη δόση της ινσουλίνης, πρέπει να δοθεί προσοχή και στην πρόσληψη ενέργειας από την πρωτεΐνη και το λίπος.
Τρόφιμα που περιέχουν υδατάνθρακες όπως
τα σιτηρά, τα λαχανικά, τα φρούτα και τα γαλακτοκομικά με μειωμένα
λιπαρά,διακατέχουν σημαντικό τμήμα της υγιεινής διατροφής γι’ αυτό και θα
πρέπει να περιέχονται στο σχεδιασμό γευμάτων και να επιλέγονται από τους
διαβητικούς.
Τόσο στην περίπτωση του γενικού
πληθυσμού, όσο και στην περίπτωση των διαβητικών η κατανάλωση φυτικών ινών ενδείκνυται.
Μερικές πλούσιες πηγές φυτικών ινών αποτελούν τα δημητριακά ολικής αλέσεως και
τα προϊόντα τους, τα φρούτα, τα όσπρια και τα λαχανικά.
Για τους διαβητικούς, αποτελεί βασικό
στόχο διατροφής ο περιορισμός πρόσληψης κορεσμένων λιπαρών (π.χ πλήρη γαλακτοκομικά προϊόντα, λίπος του
κρέατος, αυγό, κρέμα γάλακτος, βούτυρο και ορισμένες φυτικές τροφές, όπως η
καρύδα) και διαιτητικής χοληστερόλης, καθώς τα άτομα με διαβήτη είναι
πιο ευάλωτα στη διαιτητική χοληστερόλη από ότι ο γενικός πληθυσμός και είναι
περισσότερο εκτεθειμένα στον κίνδυνο για την εμφάνιση στεφανιαίας νόσου.
Τέλος, η διαιτητική πρόσληψη πρωτεΐνης είναι ίδια τόσο για τους διαβητικούς όσο και για τον γενικό πληθυσμό.
Σωματική άσκηση
Η αντίσταση στην ινσουλίνη και το λιπιδαιμικό προφίλ
βελτιώνεται με την τακτική σωματική άσκηση, ενώ μακροπρόθεσμα μειώνεται η
αρτηριακή πίεση. Έχει επίσης αποδειχθεί ότι με τη σωματική άσκηση ελαττώνεται και
η θνησιμότητα στο σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1. Τα περισσότερα άτομα με διαβήτη θα
πρέπει να αθλούνται για τουλάχιστον 20-30 λεπτά τις περισσότερες ημέρες της
εβδομάδας. Η σωματική δραστηριότητα μπορεί να ποικίλει ανάλογα με την ηλικία
και τη φυσική κατάσταση.
Γλυκαιμικός δείκτης
Ο γλυκαιμικός δείκτης είναι σημαντικός για τη ρύθμιση των
επιπέδων γλυκόζης στο αίμα. Ωστόσο, είναι βασικό να σκεφτόμαστε ότι η ποσότητα
των υδατανθράκων στα κύρια και στα ενδιάμεσα γεύματα επιδρά πολύ περισσότερο
στη γλυκαιμία από ότι η πηγή ή ο τύπος των υδατανθράκων.
Οινόπνευμα
Βασικά ζητήματα σχετικά με την κατανάλωση οινοπνεύματος για
τα άτομα με διαβήτη είναι:
- η δυνατότητά που έχει να ελαττώνει τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα και να συντελεί ασυναίσθητα στην εμφάνιση της υπογλυκαιμίας,
- η περιεκτικότητά του σε ενέργεια στα άτομα με υπερβάλλον σωματικό βάρος,
- η ικανότητά του να προκαλεί ή να εντείνει την υπερτριακυλογλυκερολαιμία (σημαντικός παράγοντας κινδύνου στεφανιαίας νόσου).
Διαβητικά άτομα με επιθυμία κατανάλωσης αλκοόλ, θα πρέπει,
όπως και ο γενικός πληθυσμός, να μειώσουν την κατανάλωσή τους σε ένα ποτό την
ημέρα για τις γυναίκες και δύο για τους άντρες. ( ένα ποτό: 1,5 ποτήρι μπύρα ή 0,5
ποτήρι κρασί ή 45 ml΄΄σκληρού΄΄
αλκοόλ, όπως ουίσκι ή βότκα, καθένα από τα οποία περιέχει 15g αλκοόλ. Η γλυκόζη αίματος και τα
επίπεδα ινσουλίνης δεν επηρεάζονται όταν μικρές ή μέτριες ποσότητες αλκοόλ
καταναλώνονται μαζί με το φαγητό.
Τέλος,
παίζει σημαντικό ρόλο το τι μπορεί και τι θέλει να κάνει το άτομο με διαβήτη σε
σχέση με παράγοντες που επηρεάζουν τη λήψη τροφής του (π.χ προσωπικές
προτιμήσεις ή παράγοντες ψυχοκοινωνικούς και οικονομικούς). Γι’ αυτόν τον λόγο
η διατροφική καθοδήγηση του πρέπει να ταιριάζει με τις ανάγκες και τις
επιθυμίες του!
ΠΗΓΕΣ:
Ζαμπέλας, Α (2011). Κλινική Διαιτολογία& Διατροφή 3η
Εκδ. Π.Χ Πασχαλίδης
Gibney, M., Elia, M., Ljungqvist, O., Dowsett, J. (2005) Kλινική Διατροφή. Εκδ. Παρισιάνου ΑΕ:
Αττική
Διατροφολόγος-Διαιτολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου