Σάββατο 7 Μαΐου 2016

ΜΑ… ΜΑμά

Ας γενεί το θέλημά σου. Να πάρουμε. Ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ας ξαναμπούμε στη μήτρα. Η αγωγή αρχίζει εκ κοιλίας. Ούτως ή άλλως. Κι εγώ ακόμη (ξε)πληρώνω το αμάρτημα της μητρός μου.

Εννιά μήνες γλιστρούσα σε μήτρα, κολυμπούσα μέσα της και το αμνιακό υγρό της μου έστελνε μόνο γεύσεις, πικρές. Τις πιο πολλές φορές το έφτυνα. Αργότερα το συνήθισα. Καλοδεχούμενο έγινε, γιατί πεινούσα. Μπουκιά και φαρμάκι. Το γλυκό δεν έφτασε. Λες γι’ αυτό να μη γουστάρω ακόμη τη ζάχαρη; Άκουγα τους πρώτους χτύπους της καρδιάς της μάνας μου θυμωμένους. Και η φλογοβόλα φωνή της, ο πρώτος ήχος που άκουσα ποτέ ήταν φουρκισμένος. Στη μετά-επαφή μου με τους συμπαντικούς ρυθμούς, με το εξωμήτριο χολερικό περιβάλλον, απορριπτικοί και μόνο θόρυβοι βούιζαν στ’ αυτιά μου. Κι εκείνη δεν έκανε τίποτα να τους
αποτρέψει. Θαρρώ σιγοντάριζε μαζί τους. Τραυμάτιζαν το τύμπανο. Κάθε κύτταρο του εμβρύου είναι κι ένα αυτί. Και είμαι σίγουρη. Πως έκλεινα τα αυτιά μου από τριών μηνών με τα μικρά, ίσα ίσα σχηματισμένα χεράκια. Να αποδιώξω την τραυματική την εμπειρία. Να κάνω πέρα το υποτιμητικό που μού φόρτωναν. Νομίζω ότι δεν ήθελα αργότερα να επικοινωνώ με το έξω περιβάλλον. Έκοψα συνειδητά κάθε επαφή.

Ποδοπάτημα πρώτο. Βλέπεις πως την υποτίμηση παίρνεις φυσιολογική εξέλιξη;

Η πιο ανακουφιστική ώρα της μέρας ήταν, όταν οι κυρίες επίσημες άριες μας έκαναν επίσκεψη. Μισοφθινοπωρινές, μισοχειμωνιάτικες – φιγουρίνια οι ίδιες- γλύκαιναν την ακοή μου. Ψήγμα φωτός μες στο σκότος. Και στύλωνα το βλέμμα στο κενό, στο άπειρο…

Η μαμά η μόνη που είχα. Το μόνο στήριγμα. Ο δορυφόρος μου. Δεν αναγνώριζα εύκολα και κανέναν άλλον είναι η αλήθεια. Η αφετηρία μου. Η αρχή μου, φαινόταν εξοργισμένη. Αγχωνόμουν ότι τάχα έχανα τη μία και μοναδική σταθερά μου. Το αποκούμπι μου. Πανικοβαλλόμουν ότι θα μείνω εκεί μέσα μόνη. Αφουγκραζόμουν τις δυσάρεστες σκέψεις της. Διαμαρτυρόμουν. Με κρίσεις πανικού κι ενοχής. Εγώ φταίω που δεν με θέλει; Μα δεν με έχει γνωρίσει καν. Με βλέπει σαν καρπό μέλλουσας σκλαβιάς; Πρόλαβα και διέπραξα; Ύβρη; Μα εγώ δεν είμαι; Η ζωή μες στην ζωή της;

Έκανα μπουνιές τα χέρια, έπιανα το κεφάλι μου και το χτυπούσα με ορμή στα διογκωμένα τοιχώματα. Να δηλώσω παρουσία. Ένας τοίχος με χώριζε από την αναγκαστική, αιμομικτική μου αγάπη. Που δεν ήξερα καν πώς ήταν. Πώς έμοιαζε. Έχει καστανά ή μήπως πράσινα μάτια; Είναι νέα; Το δέρμα της; Είναι λευκό; Είναι σκουρόχρωμο; Τα μαλλιά της; να ‘ναι μακριά; Τα δάχτυλα λεπτά; Κι από κορμοστασιά; Δυο ξένες ενωμένες. Απόλυτα εξαρτημένες η μία από την άλλη. Αλυσίδα. Όσο αναπνέει αυτή κι εγώ. Αν χαθεί αυτή, πάει. Χάνομαι μαζί της.

Η μαμά είχε ρητές οδηγίες από το γιατρό. Το πρόσωπό της ήταν κακοβαμμένο κίτρινο και τα μάτια της γεμάτα μελαγχολικούς μαύρους κύκλους. Και είχε πρόβλημα στη μέση. Για την υπόλοιπη διάρκεια της εγκυμοσύνης δεν θα έπρεπε να βγούμε από το σπίτι. Ασάλευτες σε ένα κρεβάτι θα την βγάζαμε. Πώς θα περάσει ο καιρός; Καταλάβαινα τα νεύρα της, αλλά κι αυτή τριγύριζε με τα έπιπλα πέρα δώθε σ’ όλα τα δωμάτια. Ήμουν κι εγώ άτακτη. Κρεβατωμένες τώρα και οι δυο. Τιμωρηθήκαμε με ενέσεις. Εγώ να σταματήσω να την πονάω. Κι εκείνη να μού δείξει την απαιτούμενη προσοχή. Πίνει μια γουλιά νερό και πόνοι βαθείς σφάζουν την κοιλιά της. Κι εγώ μια να μαραίνομαι, μια να μπουμπουκιάζω, τσαλαβουτώντας μέσα στα βρόμικα παγερά μαυροπράσινα νερά της. Η ωραία λουομένη!

Προγενετικός έλεγχος σκάρτος. Μεταγενετική ρετσινιά.

Τον υδάτινο τοίχο υψώσαμε. Κάναμε το νερό τσιμέντο. Τείχη βερολινέζικα ντροπιασμένα. Εκεί χτυπάμε τώρα, διασείσεις, τα γδαρμένα κεφάλια μας.

Παίζουμε με τις λέξεις. Κρυφτό. Μας παίζουν οι λέξεις. Κυνηγητό.

DNA παραλογισμού. Γονίδια παραφροσύνης. Πλατσουρίζουν στην τρέλα της μοναχικότητας. Στη μοναχικότητα της τρέλας.

Η μαμά δεν ξέρω, αν μ' έχει δει ακόμα...

Ψέματα! Κάθε μέρα με προσέχει με την άκρη του ματιού της. προέκταση της δικής μου όρασης. προέκταση του όλου, του μισού, του ελάχιστου εαυτού μου. Μάτι άγρυπνο. Όλη της η προσοχή είναι στραμμένη πάνω μου. Βάρος ασήκωτο, τόση προσήλωση... 

………………………………………….

Δώσε μου μια υπόσχεση. Αυτή τη φορά που θα επιχειρήσουμε επιστροφή στα υγρά σκοτάδια για να απαλλαγούμε από τις φωτεινές ερινύες, υπόσχεση δώσε μου ότι δεν θα μπλέξουμε με σκοτεινές σειρήνες. Μυθικά αρπαχτικά δε θα μας φλομώσουν το νου με μαγεμένες, ζαλισμένες μουσικές. Και δε θα παρασυρθούμε από τα μαγικά καπρίτσια τους. Το ταξίδι θα το κάνουμε σωστά. Λαθεμένη πορεία δε θα ακολουθήσουμε. Και μόλις κλείσει ο κύκλος, θα βγούμε, θα ανυψωθούμε περήφανες, ακέραιες στο φως.

                                                           Μαίρη Γεωργιοπούλου

Απόσπασμα από το αφήγημα ‘’αρνητικό 13’’.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου