Εδώ και 30 χρόνια κάνω Ανάσταση στο κοιμητήριο της πόλης μου.
Είναι ένα έθιμο παλιό στην πόλη (φαντάζομαι κι αλλού), όσοι έχουν νεκρούς
να κάνουν Ανάσταση πάνω απ' τον τάφο. Επειδή όμως ο οικογενειακός τάφος γύρω
απ’ τον οποίο στεκόμαστε (για το εικοσάλεπτο είναι η αλήθεια, μέχρι να
πει ο παπάς το Χριστός Ανέστη), είναι σχεδόν στην είσοδο του ναού και του
κοιμητηρίου, με πολλά φώτα, κόσμο που πηγαινόρχεται και γενικότερα καθόλου
κατανυκτικό ύφος, δεν είχα πάρει χαμπάρι τι σημαίνει επί της ουσίας Ανάσταση
στο Νεκροταφείο.
Μέχρι πέρυσι. Που αποφάσισα να ανάψω ένα κερί στον τάφο ενός συγγενικού μου
προσώπου πρόσφατα χαμένου και μόνου του στον κόσμο και που ήξερα ότι κανείς
άλλος δεν θα νοιαζόταν. Ο ίδιος βέβαια, αν μ’ έβλεπε, το
πιθανότερο είναι να με διαολόστελνε καθότι μάλλον αρχειομαρξιστής στα νιάτα του και σίγουρα παραιτημένος από τα εγκόσμια, στα γεράματα του υπήρξε.
πιθανότερο είναι να με διαολόστελνε καθότι μάλλον αρχειομαρξιστής στα νιάτα του και σίγουρα παραιτημένος από τα εγκόσμια, στα γεράματα του υπήρξε.
Έτσι αφού φτάσαμε αρκετά νωρίτερα από το «δεύτε λάβετε…» όταν ακόμα ο
ψάλτης επαναλαμβάνει μονότονα το «κύματι θαλάσσης…» άφησα όπως όλοι την λαμπάδα
μου πάνω στο οικογενειακό μνήμα να αναπαύεται και παίρνοντας δυο κεριά άρχισα
να ψάχνω μέσα στο σκοτάδι τον τάφο του μπάρμπα μου. Κι εκεί έπαθα σοκ. Δεν
μπορούσα να το φανταστώ αυτό που έβλεπα και στο όποιο συμμετείχα. Εκατοντάδες
άνθρωποι δίπλα στα μνήματα στο σκοτάδι με κεράκια να περιμένουν και να
ανταλλάσουν ευχές φροντίζοντας τα λουλούδια και ανάβοντας τα λιβανιστήρια. Μια
απόκοσμη εικόνα θλίψης και αναμονής και -δεν μου το βγάζεις από το μυαλό-
ευτυχίας για το ότι εμείς είμαστε εκεί κι οι άλλοι από κάτω.
Μιχάλης
Δημητρακόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου