Πώς ορίζεται ο
καθένας; Τι είναι αυτό που συνεχίζει καθορίζοντας τον, διαμορφώνοντας κρυφά
κάποιου είδους συναισθηματικής ανατομίας; Από τα πρώτα λεπτά της ταινίας του
Cianfrance (Blue Valentine) τα παραπάνω ερωτήματα είναι έκδηλα.
Σε μια ταινία που δύσκολα
μπορεί να περιγραφεί το
μελλοντικό της εκτόπισμα στον κινηματογράφο από τώρα, ο σκηνοθέτης και ο
σεναριογράφος τοποθετούν τον κεντρικό ήρωα (Ryan Gosling), που γρήγορα θα
συνεχίσει να υπάρχει από ένα σημείο και μετά σαν Νέμεσις (σαν μνήμη διώκτης),
ως ένα άδειο δοχείο που περιφέρεται μέχρι να συναντήσει ένα σημείο καθρέφτισης,
γιατι μόνο τότε οριζόμαστε, όταν μπορούμε να καθρεφτιστούμε μέσα στον άλλον.
Μαθαίνοντας ότι είναι πατέρας θα ξεκινήσει να ληστεύει τράπεζες ώστε να σταθεί
στο ύψος των περιστάσεων. Να είναι σωστός πατέρας, να ανταποκριθεί; Να έχει ένα
στόχο, ένα νόημα.
Στον αντίποδα βρίσκουμε τον έτερο πρωταγωνιστή (Bradley Cooper) να τα έχει αυτά δεδομένα,
έτοιμα, στρωμένα, όντας αστυνομικός και γιος δικαστή. Σε αυτό το σημείο είναι
που η ταινία αποκαλύπτει σταδιακά την καταγωγή της από την τραγωδία.
Στο πρώτο μισό όλα έχουν να κάνουν με την
οικογένεια, όπως αυτή σχηματίζεται μέσα μας, όπως την επιδιώκουμε ως
εσωτερικό αντικείμενο. Ως βάση, κάτι που φεύγουμε μακριά του σε κομμάτια αλλά
μπορούμε να γυρίσουμε σε αυτήν πλήρεις και ασφαλείς.
Στο δεύτερο μισό ο σκηνοθέτης διαλέγει άρτια να
στήσει το δράμα του πάνω στην οικογένεια όπως την ορίζουμε έξω από εμάς, σαν θέση,
ρόλο, αυτοϊκανοποίηση, βιτρίνα. Και κάπου εδώ η ιστορία αποκτά το βάρος ενός
πολιτικο-κοινωνικού θρίλερ, φεύγοντας από το συναισθηματισμό, επιλέγοντας να
καταδείξει τον κυνισμό και τα φθαρτά κίνητρα που κουβαλάμε. Η «οικογένεια» του
ήρωα που υποδύεται ο Κούπερ, γίνεται αυτόματα ο κύκλος του: η αστυνομία, η
κοινότητα, η εικόνα του. Και αυτή είναι η αληθινή οικογένεια που για εκείνον
πρέπει να προστατευτεί κρύβοντας σκελετούς στο ντουλάπι.
Ο σκηνοθέτης αποδεινκύει την ωριμότητα του
επιλέγοντας να συνεχίσει όμως και πέρα από αυτό ευτυχώς. Παίρνει εμφανής θέση
στον τρόπο που η κοινωνία είναι χωρισμένη σε «κάστες», κοινωνικές και ταξικές
καταγωγές, βάζοντας αυτή τη διχοτόμηση στα πρόσωπα δύο αγοριών, που συνεχίζουν
το παρελθόν των πατεράδων τους μέσα από τη δική τους τυχαία συνάντηση και
σχέση. Εκεί ο Σιανφράνς δεν χαρίζεται, διαχωρίζοντας το καλοζωισμένο αστόπαιδο
με τις πλάτες του πατέρα του που είναι πια εισαγγελέας, που τα νομίζει όλα
χαλαρά και εύκολα, παρασέρνοντας τους άλλους μόνο και μόνο επειδή δίπλα του
αποκτούν μια επίγευση παντοδυναμίας, από το φίλο του που δε γνωρίζει τον πατέρα
του, δεν έχει ζωντανές ρίζες, δεν έχει εσωτερικό αντικείμενο.
Η ταινία αποκτά κορύφωση προς το τέλος, αντίθετα
με τις επιφανειακές κριτικές που της πρόσαψαν -πολλοί αμερικάνοι κυρίως (και
συνήθως!) κριτικοί- ότι είναι αργή μόνο και μόνο επειδή αρνήθηκαν να σκάψουν
κάτω από τη δική τους εξεζητημένη κινηματογραφική οπτική.
Η οικογένεια είναι ένα φάντασμα. Μια ιδέα που
φτιάχνεται από την προσπάθεια της πλήρωσης και από την γνώση της απώλειας. Έχει
δικό της χρόνο, δική της εκδίκηση και δική της αίσθηση συνέχειας.
Και αυτή η ταινία είναι μια από τις κορυφαίες της
δεκαετίας.
Στέλιος Μοίρας
Συγγραφέας
Βιβλιογαρφία:
Το παγοποιείο, μυθιστόρημα, 2012
Rogamar, ποιητική συλλογή,
2013
Sombras X, ποιητική συλλογή, 2014
Μέσα από τα μάτια της,
μυθιστόρημα, 2015
Εκδόσεις, Andy’s Publishers.
https://www.facebook.com/Stelios-Moiras-403499339777621/?fref=ts
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου