Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2016

''Η ΤΣΟΝΤΑ''... ΚΙ ΕΤΙ ΔΕΟΜΑΙ

Η ''τσόντα'' της συμπαράστασης, της ευρωπαϊκής, θα μείνει στη μέση. Από διακοπή του ρεύματος, του ηλεκτρικού. Η προπαγάνδα της μέσκαλ  T.V. δεν θα περάσει. Το κοινόχρηστο δε θα βρίσκει ήχο στο κουδούνι. Το δια χειρός νευρικό χτύπημα του ακόμη πιο νευρικού διαχειριστή χιλιοστά θα μετακινεί όπισθεν την πόρτα. Πες ψέματα πως σού έπεσε ο γενικός... Σπιτονοικοκύρης σου 'λαχε της κατανόησης.  Εξασφαλισμένη παράτα υπνάκου δυο μηνάκια ακόμη. Καλωδιακό ψαλίδισμα του σταθερού σου, τηλεφώνου. Χάνεις τις χιλιομετρικά μακρινές σου φιλενάδες. Το βρόμικο νερό των σωληνώσεων δεν κινδυνεύει αταξίδευτο να μείνει. Όχι τουλάχιστον ακόμη. Το νερό είναι το υπερτιμημένο. Είναι η πηγή της ζωής. Την ζωή σ’την κόβουν τελευταία. Είναι
η εσχάτη των τιμωριών.

Μισείς τους αδίστακτους. Μα πιο πολύ τους αδιάφορους. Τους ανθρώπους
ρομπότ. Τους ανθρώπους φωτοτυπία. Τους copy
paste και τους cut - paste. Τους αγανακτισμένους που αποφασίζουν να “λογικευτούν”, μπροστά στην απειλή... Που αντικατέστησαν τα ανήσυχα ερωτηματικά με εφησυχασμένες τελείες. Και τελειωμένες παύλες. Άκουσες λόγια παραπλανητικά. Σε σύνταξη παρατακτική. Προσχεδιασμένο το μέλλον. Γραμμένο πάνω σε παλάμες ξενικές. Ληστρικές. Σε θέλουν πλαστικοποιημένο. Σώμα σε φτιάχνουν από πλαστελίνη. Να σου δώσουν σχήμα που θέλουν. Σε παίζουν στις άκρες των δαχτύλων τους. Σε παίζουν μαριονέτα. Τραμπαλίζεσαι δεμένος, εύκαμπτο σύρμα.

Τα ωραιότερα μυαλά τα είδες λαίμαργα να τα τρώνε. Βγήκες στους δρόμους ξυπόλητος και ξέρασες κοκκινόμαυρη μπογιά σε ξένους τοίχους και περιουσίες, συνθήματα. Και ξεπε(ρα)σμένα τσιτάτα. Παλιά κουβαλούσες μαλόξ στις πορείες. Για την αυτοπροστασία. Και την μητρώα προστασία των διεκδικήσεών σου. Γιατί… γιατί έτσι την είχες δει. Το ασθενοφόρο... οι σειρήνες...
Πολιτικοί, κυβερνήσεις, προτεκτοράτα, τοκοχρεολύσια, χαφιέδες, ανώμαλοι, κομματικοί νταβατζήδες, ευρωπαίοι αγαπητικοί, σοσιαλδημοκράτες, χρυσαυγίτες, δεξιοί, αριστεροί, συνδικάτα, φορείς, σύλλογοι, παρατάξεις και υποτάξεις, πουλημένοι, πωρωμένοι, εργαζόμενοι κι άνεργοι ασελγούν πάνω μου, πάνω σου. Ο καφές του ενός και του μισού ευρώ της Κυψέλης... οι σαμπάνιες των χιλιάδων ευρώ της Μυκόνου… Χωράνε κάθε βράδυ την ίδια ώρα στο ίδιο δελτίο ειδήσεων. Την πιο άγρια αντίστασή σου την νανουρίζουν με γλυκόλογα. Κι αν δεν πιάσουν, με τρόμο. Κι αυτή μαλακώνει κι αποκοιμιέται. Μωρό παιδί. Τοξικομανής του ψέματος. Κι εσύ στριμώχνεσαι. Ανταρσία κι αυτονομία, στην κατοχική ουρά. Για ένα κομμάτι ψωμί.  Όπως στριμώχνουν τα παιδιά τις λέξεις που -χωράνε δεν χωράνε- από πείσμα θα τις χωρέσουν στην ίδια γραμμή. Και στο τέλος τυλίγεσαι σε μια κόλλα χαρτί. Μην ξεχάσεις να βγάλεις το δικαιούμενο τελευταίο πενηντάευρω από το ΑΤΜ. Τόσο το όριο της ανάληψής σου. Συν δέκα ευρώ. Τόσο της ανάνηψης.        
Θέλω να γίνω οθόνη… Να με πατάς, κουμπί. Να με ανάβεις. Να με σβήνεις.  Να χωράω όλη την σαπίλα τούτου του κόσμου. Να με γεμίζεις με ειδήσεις κι αδειανή στο τέλος να με αφήνεις.
Οι καινούργιες εκλογές, οι τοπικές κι όχι μόνο θα ξανακατέβουν ξεδιάντροπες στις πόλεις... μαζί τους τσάρκες, θα αρχίσουν και οι πολιτικοί. Τυλίγομαι ψηφοδέλτιο μπροστά σε παραμορφωτικό καθρέφτη. Μπροστά σε γυαλί που σπάει, σπάω. Να δω τι μου πάει. Στο νέο δημοψήφισμα να φορέσω ΝΑΙ ή ΌΧΙ; Φακελώνομαι και με βάζω Χ. Χ απαγορευτικό. Στις επόμενες ταπεινώσεις. Η ξευτίλα χτυπάει με κόκκινο. Με επαναληπτικές ή άνευ...
Η ‘’πατρίδα’’ έτσι ή αλλιώς προδόθηκε.

Σου μιλάω. Εγώ δεν πήρα ποτέ δάνειο, δεν έχω σπίτι, δεν έχω κάρτα πλαστική, ούτε καν αυτοκινητάκι πλαστικό δεν έχω, δεν με βόλεψε κανείς. Δεν τα έφαγα μαζί τους. Δεν έγλειψα κανέναν. ΕΓΩ είμαι άνθρωπος ελεύθερος. Με κοιτάς. Σκληρό καρύδι το μάτι σου. Χτυπάω ευγενικά την πόρτα. Δεν με ακούς. Χτυπάω το κεφάλι μου στον τοίχο. Μήπως και με ακούσεις. Μόνο οι τοίχοι ακούνε το θυμό μου. Καμιά φορά κάνω πως δεν βλέπω κι ασκούμαι στην σιωπή. Κάνω πως δεν ακούω κι ασκούμαι στο σκοτάδι.
Σαβούρες τρώω με το κουτάλι. Σέρνομαι λιωμίδι. Όλα, μα όλα είναι θέμα αντανακλαστικών. Φρικάρω με το πρότζεκτ της αναλγησίας.
Εν συντομία τα όνειρα. Έχω ένα κατάλογο τσαλακωμένο από δαύτα. Να τα προλάβω όλα. Μην μου δηλητηριαστούν από αναθυμιάσεις μαγκαλιού. Μη μου πάθουν ασφυξία από μονοξείδιο του άνθρακα. Μην με βάλουν να υπογράψω κάτι που δεν είμαι.  Γιατί εμένα, άλλοτε το μόνο μου νοιάξιμο είναι το πώς θα ζήσω κι άλλοτε θέλω μόνο να πεθάνω.

Τώρα ζω νοερά σε αφιλόξενα κέντρα κράτησης μεταναστών. Στο φυλάκιο του Έβρου. Εκεί που “φιλοξενούνται” ανήλικοι μετανάστες. Πατίκα ο ένας πάνω στον άλλον.  Χωρίς νερό, χωρίς να βλέπουν φως ημέρας. Ζω κάτω από το σπίτι μου. Κρατάω τσίλιες στα στενά και φακό. Σε περήφανους οικογενειάρχες που ψάχνουν στα σκουπίδια. Όταν η πόλη σας κοιμάται... Κάνω τσιγάρο με τη σύζυγο του αυτόχειρα. Αυτοπυρπολήθηκε, ξερακιανός μπροστά στην τράπεζα, γιατί φοβόταν να τον πεθάνουν. Απόλεμος. Τον κατηγόρησαν για δειλία κι όχι για αξιοπρέπεια.
Ζω σε ένα μπαρ... Κομψή μαύρη εσάρπα τυλιγμένη μέσα σε ένα άκομψο γεμάτο υγρασία Σαββατόβραδο. Η μουσική είναι ακόμη η ζωντανή. Αυταπάτη είχα πως θα βρεθώ για δύο ώρες σε μια “γη που ανατέλλει”. Πίνοντας την τελευταία αποτοξινωμένη γουλιά μου από την κόκα κόλα του... μου είπε... “κάπου στα Εξάρχεια... στον πάνω όροφο από μένα, πάνω στο κεφάλι μου πηγαινοέρχονταν βήματα. Για πολλά χρόνια. Πέρα δώθε πατημασιές οικογενειακές... αγχωμένου μπαμπά, κουρασμένης μαμάς, νυσταγμένων παιδιών. Τώρα δεν ακούω τίποτα. Σιωπή. Η οικογένεια αυτή προσφάτως μετακόμισε. Σήμερα ζει στην πλατεία. Σε χαρτόκουτα...”

Θες; Θέλεις; Να αγοράσουμε ένα παλτό; Μισό μισό. Από τις καβάντζες μας. Μπας και βγει ο χειμώνας που έρχεται. Ένα παλτό από ξερά χόρτα να ’ναι φτιαγμένο. Να καίγεται εύκολα ρε αδελφέ...

Ως τότε… Σκέφτομαι και γράφω. Όπως στο δημοτικό. Παρατηρώ και γράφω, όπως στην ζωή. Κάνω πως ζω. Όπως στα όνειρα.
Και ΈΤΙ ΔΕΟΜΑΙ…
                                                    


                                                           Μαίρη Γεωργιοπούλου


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου