Η Έφη, από την εφηβεία
της κι έπειτα, δεν είχε καταφέρει να μακρύνει τα μαλλιά της. Εκεί που τα έφτανε
σε ένα αξιοπρεπές καρεδάκι, σε μήκος που τουλάχιστον μπορούσε να
ανταποκριθεί σε ένα γύρισμα της βούρτσας, κάτι την έπιανε, κάτι βαθύ και ύπουλο
που επιβουλευόταν θαρρείς τον όγκο και το ελάχιστο αυτό μάκρος των μαλλιών της.
Πήγαινε στο κομμωτήριο με το άγχος του καπνιστή που ξυπνά τη νύχτα και ανακαλύπτει ότι δεν έχει τσιγάρα, τρέχει με το τζην και τη πιζάμα από πάνω, για να βρει ανοιχτό περίπτερο στις τρεις τα μεσάνυχτα. Μόλις καθόταν στην ειδική καρέκλα μπροστά στον καθρέφτη, μια παράξενη
ηρεμία σαν εγκατάλειψη την κατέκλυζε και αφηνόταν στα χέρια και το ψαλίδι της κομμώτριας για ένα περιποιημένο κοντό αγορέ. Κατά καιρούς κόντεψε να μαλώσει με την κομμώτρια που ήταν παλιά της συμμαθήτρια, όταν εκείνη αρνήθηκε να την κουρέψει λέγοντάς της: «Μα αφού σου πηγαίνουν καλύτερα πιο μακριά!» ή «γιατί πουλάκι μου δεν τ’ αφήνεις λιγάκι να μακρύνουν;». Έφευγε ράκος από το κομμωτήριο κι αναγκαζόταν να καταφύγει σε άλλες, άγνωστες και αντιπαθητικές κομμώτριες που τη ζάλιζαν με ερωτήσεις μέχρι να βάλουν και την τελευταία ψαλιδιά.
Κατά τ’ άλλα, ήταν ήρεμη και συγκαταβατική, σκυλί στη δουλειά στο βιβλιοπωλείο που εργαζόταν τα τελευταία δέκα χρόνια, χαιρόταν να βρίσκεται ανάμεσα στα βιβλία αν και την περισσότερη ώρα έβγαζε φωτοτυπίες ή πουλούσε γραφική ύλη. Ελεύθερο χρόνο δεν είχε, μαγείρευε κι έκανε τις δουλειές του σπιτιού τα βράδια πριν κοιμηθεί και ήταν πάντα χαμογελαστή και πρόσχαρη όταν τα δυο αγόρια της, ο ένας στο Γυμνάσιο κι ο άλλος στην Τρίτη Λυκείου ξεφόρτωναν σαν έμπειροι αχθοφόροι τα άγχη τους για τα μαθήματα και τις απογοητεύσεις των εφηβικών ερώτων τους πάνω στο όμορφο κεφαλάκι της με τo κάπως μακρόστενο πρόσωπο, που το πλαισίωναν τα κοντοκουρεμένα στο χρώμα του ώριμου κάστανου μαλλιά της. Ακόμη κι όταν ο Τάκης, ο άντρας της, της μιλούσε καμιά φορά απότομα μετά την πρόωρη συνταξιοδότηση του, εκείνη προσπαθούσε να τον παρηγορήσει και να διώξει μακριά του το τέρας της κατάθλιψης.
Δε γκρίνιαζε για την ορθοστασία, δεν παραπονέθηκε για τη μείωση του μισθού της, μόνο ένα δάκρυ σκούπισε στα γρήγορα και έναν βόμβο που κύκλωσε τ’ αυτιά της έκανε πως δεν τον άκουσε, όταν το αφεντικό της ανακοίνωσε ότι θα κλείσει το μαγαζί.
Συχνά ονειρευόταν τη μάνα της και το όνειρο ήταν πάντα το ίδιο.
Η μαμά της καθόταν μπροστά στον καθρέφτη και δοκίμαζε κάτι καινούργια σκουλαρίκια σπρώχνοντας με το αριστερό χέρι το χείμαρρο των μαλλιών της προς τη δεξιά πλευρά του κεφαλιού, για να προσαρμόσει το κούμπωμα στο αριστερό πανέμορφο μικρό αυτί της, ενώ εκείνη, μικρό κοριτσάκι, είχε πιάσει μια γωνίτσα του κρεβατιού. «’Εφη μου να μην κόψεις ποτέ τα μαλλιά σου κοντά» της έλεγε με ανέμελο ύφος, με φωνή γοητευτικά αγέρωχη που κανάκευε τη νεύρωση της φιλαρέσκειας και δεν ήταν ικανή να κρύψει έστω κι ελάχιστα την απέχθεια που ένιωθε η μάνα για τα πεταχτά αυτιά της μεγάλης της κόρης, κληρονομιά από το dna του πατέρα της, τον οποίο επίσης απεχθανόταν. Κι έπειτα συμπλήρωνε με δήθεν παιχνιδιάρικο μητρικό ενδιαφέρον: «Είσαι τόσο όμορφη, σαν μοντέλο του Μοντιλιάνι, δεν χρειάζεται ν’ αφήνεις τα αυτιά σου να φαίνονται, να χαλάνε τη συμμετρία του προσώπου σου» Με φανερή πια την εξουσιαστική διάθεση στην Έφη, στους άντρες, στη γη ολόκληρη, συμπλήρωνε: «Άλλωστε τα μακριά μαλλιά κρατούν δεμένους τους άντρες κοντά σου, όπως τα σχοινιά του πλοίου στο λιμάνι»
Η Έφη ξυπνούσε ιδρωμένη, περίμενε να ξημερώσει κι έτρεχε στο κομμωτήριο να τα “στρώσει στα πλάγια”, να “σκάψει λίγο τις μυτούλες” γύρω απ’ τ’ αυτιά της.
Την περασμένη Κυριακή στο ετήσιο μνημόσυνο της μάνας της, κρατούσε το δίσκο με τα κόλυβα, τη φωτογραφία και την ανθοδέσμη την είχε η αδερφή της. Κάθε τόσο τίναζε ελαφρά το κεφάλι της προς τα πίσω και η πλαστική κίνηση που κάνανε οι μπούκλες της, ήταν μια σπειροειδής καστανή κυλιόμενη σκαλίτσα που φωτιζόταν από ξανθές ανταύγειες. Εκεί είχαν κάνει τη φωλιά τους κάτι μικροσκοπικοί ερωδιοί που αμέσως μετά την τελετή, την τράβηξαν απαλά στην αρχή και με απίστευτη ταχύτητα στη συνέχεια προς τον ασυνήθιστα καθαρό για την εποχή ουρανό.
Πριν διαλυθούν τα κόλυβα, πριν η άχνη τους και τα ασημένια στολίσματα σκορπιστούν στον περίβολο της εκκλησίας, πρόλαβα να δω, δυο λαμπυριστά τσιμπιδάκια που συγκρατούσαν τα υπέροχα μαλλιά πίσω από τα πεταχτά αυτιά της.
Αργότερα μάθαμε ότι της τα είχε χαρίσει ο κ. Αναστασιάδης, ο ψυχίατρος της κλινικής που ζούσε τα τελευταία τρία χρόνια. Εκείνη την Κυριακή είχε πάρει ειδική άδεια για να παρευρεθεί στο μνημόσυνο της μάνας της.
Πήγαινε στο κομμωτήριο με το άγχος του καπνιστή που ξυπνά τη νύχτα και ανακαλύπτει ότι δεν έχει τσιγάρα, τρέχει με το τζην και τη πιζάμα από πάνω, για να βρει ανοιχτό περίπτερο στις τρεις τα μεσάνυχτα. Μόλις καθόταν στην ειδική καρέκλα μπροστά στον καθρέφτη, μια παράξενη
ηρεμία σαν εγκατάλειψη την κατέκλυζε και αφηνόταν στα χέρια και το ψαλίδι της κομμώτριας για ένα περιποιημένο κοντό αγορέ. Κατά καιρούς κόντεψε να μαλώσει με την κομμώτρια που ήταν παλιά της συμμαθήτρια, όταν εκείνη αρνήθηκε να την κουρέψει λέγοντάς της: «Μα αφού σου πηγαίνουν καλύτερα πιο μακριά!» ή «γιατί πουλάκι μου δεν τ’ αφήνεις λιγάκι να μακρύνουν;». Έφευγε ράκος από το κομμωτήριο κι αναγκαζόταν να καταφύγει σε άλλες, άγνωστες και αντιπαθητικές κομμώτριες που τη ζάλιζαν με ερωτήσεις μέχρι να βάλουν και την τελευταία ψαλιδιά.
Κατά τ’ άλλα, ήταν ήρεμη και συγκαταβατική, σκυλί στη δουλειά στο βιβλιοπωλείο που εργαζόταν τα τελευταία δέκα χρόνια, χαιρόταν να βρίσκεται ανάμεσα στα βιβλία αν και την περισσότερη ώρα έβγαζε φωτοτυπίες ή πουλούσε γραφική ύλη. Ελεύθερο χρόνο δεν είχε, μαγείρευε κι έκανε τις δουλειές του σπιτιού τα βράδια πριν κοιμηθεί και ήταν πάντα χαμογελαστή και πρόσχαρη όταν τα δυο αγόρια της, ο ένας στο Γυμνάσιο κι ο άλλος στην Τρίτη Λυκείου ξεφόρτωναν σαν έμπειροι αχθοφόροι τα άγχη τους για τα μαθήματα και τις απογοητεύσεις των εφηβικών ερώτων τους πάνω στο όμορφο κεφαλάκι της με τo κάπως μακρόστενο πρόσωπο, που το πλαισίωναν τα κοντοκουρεμένα στο χρώμα του ώριμου κάστανου μαλλιά της. Ακόμη κι όταν ο Τάκης, ο άντρας της, της μιλούσε καμιά φορά απότομα μετά την πρόωρη συνταξιοδότηση του, εκείνη προσπαθούσε να τον παρηγορήσει και να διώξει μακριά του το τέρας της κατάθλιψης.
Δε γκρίνιαζε για την ορθοστασία, δεν παραπονέθηκε για τη μείωση του μισθού της, μόνο ένα δάκρυ σκούπισε στα γρήγορα και έναν βόμβο που κύκλωσε τ’ αυτιά της έκανε πως δεν τον άκουσε, όταν το αφεντικό της ανακοίνωσε ότι θα κλείσει το μαγαζί.
Συχνά ονειρευόταν τη μάνα της και το όνειρο ήταν πάντα το ίδιο.
Η μαμά της καθόταν μπροστά στον καθρέφτη και δοκίμαζε κάτι καινούργια σκουλαρίκια σπρώχνοντας με το αριστερό χέρι το χείμαρρο των μαλλιών της προς τη δεξιά πλευρά του κεφαλιού, για να προσαρμόσει το κούμπωμα στο αριστερό πανέμορφο μικρό αυτί της, ενώ εκείνη, μικρό κοριτσάκι, είχε πιάσει μια γωνίτσα του κρεβατιού. «’Εφη μου να μην κόψεις ποτέ τα μαλλιά σου κοντά» της έλεγε με ανέμελο ύφος, με φωνή γοητευτικά αγέρωχη που κανάκευε τη νεύρωση της φιλαρέσκειας και δεν ήταν ικανή να κρύψει έστω κι ελάχιστα την απέχθεια που ένιωθε η μάνα για τα πεταχτά αυτιά της μεγάλης της κόρης, κληρονομιά από το dna του πατέρα της, τον οποίο επίσης απεχθανόταν. Κι έπειτα συμπλήρωνε με δήθεν παιχνιδιάρικο μητρικό ενδιαφέρον: «Είσαι τόσο όμορφη, σαν μοντέλο του Μοντιλιάνι, δεν χρειάζεται ν’ αφήνεις τα αυτιά σου να φαίνονται, να χαλάνε τη συμμετρία του προσώπου σου» Με φανερή πια την εξουσιαστική διάθεση στην Έφη, στους άντρες, στη γη ολόκληρη, συμπλήρωνε: «Άλλωστε τα μακριά μαλλιά κρατούν δεμένους τους άντρες κοντά σου, όπως τα σχοινιά του πλοίου στο λιμάνι»
Η Έφη ξυπνούσε ιδρωμένη, περίμενε να ξημερώσει κι έτρεχε στο κομμωτήριο να τα “στρώσει στα πλάγια”, να “σκάψει λίγο τις μυτούλες” γύρω απ’ τ’ αυτιά της.
Την περασμένη Κυριακή στο ετήσιο μνημόσυνο της μάνας της, κρατούσε το δίσκο με τα κόλυβα, τη φωτογραφία και την ανθοδέσμη την είχε η αδερφή της. Κάθε τόσο τίναζε ελαφρά το κεφάλι της προς τα πίσω και η πλαστική κίνηση που κάνανε οι μπούκλες της, ήταν μια σπειροειδής καστανή κυλιόμενη σκαλίτσα που φωτιζόταν από ξανθές ανταύγειες. Εκεί είχαν κάνει τη φωλιά τους κάτι μικροσκοπικοί ερωδιοί που αμέσως μετά την τελετή, την τράβηξαν απαλά στην αρχή και με απίστευτη ταχύτητα στη συνέχεια προς τον ασυνήθιστα καθαρό για την εποχή ουρανό.
Πριν διαλυθούν τα κόλυβα, πριν η άχνη τους και τα ασημένια στολίσματα σκορπιστούν στον περίβολο της εκκλησίας, πρόλαβα να δω, δυο λαμπυριστά τσιμπιδάκια που συγκρατούσαν τα υπέροχα μαλλιά πίσω από τα πεταχτά αυτιά της.
Αργότερα μάθαμε ότι της τα είχε χαρίσει ο κ. Αναστασιάδης, ο ψυχίατρος της κλινικής που ζούσε τα τελευταία τρία χρόνια. Εκείνη την Κυριακή είχε πάρει ειδική άδεια για να παρευρεθεί στο μνημόσυνο της μάνας της.
της Ελένης Κοφτερού
(Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό
περιοδικό ΘΡΑΚΑ )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου