Είκοσι χρόνια μετά την ενοποίηση της Γερμανίας, ο ηγετικός της ρόλος
θεωρείται κάτι φυσιολογικό, ακόμη και επιθυμητό, διότι ο γαλλογερμανικός άξονας
δεν μπορεί να παίξει πλέον αυτόν τον ρόλο. Η Γαλλία δεν μπορεί να ασκήσει μια
τέτοια εξουσία καθώς διαφαίνεται εκεί μια πολιτική και οικονομική κρίση. Έτσι η
Γερμανία ασκεί ηγεμονία- και όχι ηγεσία- υποτάσσοντας την Ευρώπη στα
βραχυπρόθεσμα συμφέροντά της. Τι είδους ηγεμονία είναι αυτή; Αυτή που επιχειρεί
νέα αντιπαράθεση μεταξύ κέντρου και περιφέρειας.
Η Ευρώπη μετατρέπεται σταδιακά σε μια σύγχρονη Σοβιετική Ένωση, όπου το κέντρο και ειδικά η
Γερμανία απομυζά πόρους και στερεί τη δυνατότητα παραγωγικής ανάπτυξης από την περιφέρεια, αυτήν τη φορά όχι με τον στρατό ή την απειλή των όπλων, αλλά με κανόνες λιτότητας, την αναγκαστική παρακολούθηση από τις επιμέρους οικονομίες του δικού της παραγωγικού σχεδίου και την επιβολή ενός οιονεί προτασιακού καθεστώτος για τις δικές της επιχειρήσεις, που ενεργοποιείται άλλοτε με διαφθορά, άλλοτε με την επιβολή μνημονίων.
Έτσι, το κέντρο επιβάλλει την πράσινη ενέργεια, όταν η Γερμανία πουλάει φωτοβολταϊκά πάνελ, εξοπλιστικά προγράμματα, όταν αγοράζει ναυπηγεία, ειδικές καλλιέργειες στη γεωργία, ενώ παράλληλα επιδιώκει τη λεηλασία δημόσιων παραγωγικών επιχειρήσεων ως μέρος μιας ευρύτερης δανειακής συμφωνίας. Μέσα σε αυτό το ευρωπαϊκό περιβάλλον, η Ελλάδα πλήττεται τρομακτικά και έπειτα από έξι χρόνια ύφεσης οδηγήθηκε σε απώλεια του 25% του εθνικού της πλούτου. Ο γνωστός Αμερικανός νομπελίστας Οικονομίας, Πολ Κρούγκμαν, σε άρθρο του για την Ελλάδα στους New York Times αναφέρει ότι «οι Γερμανοί πολιτικοί δεν εξήγησαν ποτέ στους πολίτες τους τα “μαθηματικά”, αλλά επέλεξαν τον εύκολο δρόμο της ηθικολογίας για την ανευθυνότητα των δανειζομένων».
Η Γερμανία είναι σαφώς ο μεγάλος νικητής από την κρίση χρέους τα τελευταία χρόνια. Πώς προκύπτει αυτό; Μία και μόνο παράμετρος αρκεί για να επιβεβαιώσει αυτήν την άποψη. Τα δάνεια που Μέρκελ και Σόιμπλε έδωσαν στην Ελλάδα και σε άλλες υπερχρεωμένες χώρες του Νότου δεν είναι ευγενικές χορηγίες. Η συνολική έκθεση της Γερμανίας στην Ελλάδα υπολογίζεται στα 56 δισ. ευρώ (μέσω διμερών συμφωνιών και του ευρωπαϊκού μηχανισμού στήριξης EFSF, δείτε περισσότερα εδώ), χρήματα που αναμένεται να επιστρέψουν πίσω στην γερμανική οικονομία στο ακέραιο και με τόκο, καθώς απομακρύνεται το ενδεχόμενο για «κούρεμα» του ελληνικού χρέους. Ανεξαρτήτως της πορείας του ελληνικού ζητήματος, εκείνο το οποίο προκύπτει από τα γεγονότα είναι το ερώτημα που τέθηκε πολλές φορές και αναζητά απαντήσεις: Ποια Ευρώπη θέλουμε; Η απάντηση δεν είναι απλή, αλλά θα δοθεί, αν θέσουμε τα πλαίσια μέσα στα οποία πρέπει να λειτουργεί μια Ένωση, προς όφελος των λαών, των κοινωνιών, έχοντας μιαν ενωτική πορεία και αποστολή.
Οι λαοί οραματίζονται μιαν Ευρώπη της αλληλεγγύης και της συμπαράστασης. Αυτή η αλληλεγγύη είναι πολλές φορές ανύπαρκτη. Το παράδειγμα της Ελλάδας αποδεικνύει ότι διαμορφώθηκε ένα διευθυντήριο, το οποίο καθορίζει το μέλλον της Ε.Ε. και των κρατών-μελών. Αυτό, δυστυχώς, δημιουργεί χώρες και πολίτες πολλών ταχυτήτων. Δεν είναι, όμως, αυτός ο στόχος και η επιδίωξη της Ένωσης, όπως την έχουν οραματιστεί οι λαοί. Είναι σαφές, όμως, ότι για να γίνουν αλλαγές, χρειάζεται αρκετή δουλειά και συλλογική προσπάθεια. Η επικράτηση μιας άλλης Ευρώπης δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά όρισε το κράτος ως μια πολιτική κοινότητα προσανατολισμένη στην επίτευξη του κοινού καλού. Αυτό θα πρέπει να ακολουθήσει και η Ευρώπη για να έχει μέλλον. Το κοινό μέλλον σημαίνει αλληλεγγύη αλλά και κανόνες λειτουργίας δικαίου, που θα ισχύουν για όλους το ίδιο.
Εντούτοις, ορμώμενη η σκέψη από τα παραπάνω διευρύνει το ερώτημα της άλλης Ευρώπης και εγείρει νέα : Ποια Ευρώπη είναι ιστορικά εφικτή στη σημερινή πραγματικότητα; Και ποιες είναι οι συνθήκες οι οποίες διαγράφουν αυτήν την πραγματικότητα; Ακόμη, πώς μπορεί μια χώρα, όπως η Ελλάδα να επιβιώσει μέσα σε αυτήν; Αλλά, όλα αυτά αποτελούν μέρος μιας άλλης διερεύνησης και συζήτησης.
Η Ευρώπη μετατρέπεται σταδιακά σε μια σύγχρονη Σοβιετική Ένωση, όπου το κέντρο και ειδικά η
Γερμανία απομυζά πόρους και στερεί τη δυνατότητα παραγωγικής ανάπτυξης από την περιφέρεια, αυτήν τη φορά όχι με τον στρατό ή την απειλή των όπλων, αλλά με κανόνες λιτότητας, την αναγκαστική παρακολούθηση από τις επιμέρους οικονομίες του δικού της παραγωγικού σχεδίου και την επιβολή ενός οιονεί προτασιακού καθεστώτος για τις δικές της επιχειρήσεις, που ενεργοποιείται άλλοτε με διαφθορά, άλλοτε με την επιβολή μνημονίων.
Έτσι, το κέντρο επιβάλλει την πράσινη ενέργεια, όταν η Γερμανία πουλάει φωτοβολταϊκά πάνελ, εξοπλιστικά προγράμματα, όταν αγοράζει ναυπηγεία, ειδικές καλλιέργειες στη γεωργία, ενώ παράλληλα επιδιώκει τη λεηλασία δημόσιων παραγωγικών επιχειρήσεων ως μέρος μιας ευρύτερης δανειακής συμφωνίας. Μέσα σε αυτό το ευρωπαϊκό περιβάλλον, η Ελλάδα πλήττεται τρομακτικά και έπειτα από έξι χρόνια ύφεσης οδηγήθηκε σε απώλεια του 25% του εθνικού της πλούτου. Ο γνωστός Αμερικανός νομπελίστας Οικονομίας, Πολ Κρούγκμαν, σε άρθρο του για την Ελλάδα στους New York Times αναφέρει ότι «οι Γερμανοί πολιτικοί δεν εξήγησαν ποτέ στους πολίτες τους τα “μαθηματικά”, αλλά επέλεξαν τον εύκολο δρόμο της ηθικολογίας για την ανευθυνότητα των δανειζομένων».
Η Γερμανία είναι σαφώς ο μεγάλος νικητής από την κρίση χρέους τα τελευταία χρόνια. Πώς προκύπτει αυτό; Μία και μόνο παράμετρος αρκεί για να επιβεβαιώσει αυτήν την άποψη. Τα δάνεια που Μέρκελ και Σόιμπλε έδωσαν στην Ελλάδα και σε άλλες υπερχρεωμένες χώρες του Νότου δεν είναι ευγενικές χορηγίες. Η συνολική έκθεση της Γερμανίας στην Ελλάδα υπολογίζεται στα 56 δισ. ευρώ (μέσω διμερών συμφωνιών και του ευρωπαϊκού μηχανισμού στήριξης EFSF, δείτε περισσότερα εδώ), χρήματα που αναμένεται να επιστρέψουν πίσω στην γερμανική οικονομία στο ακέραιο και με τόκο, καθώς απομακρύνεται το ενδεχόμενο για «κούρεμα» του ελληνικού χρέους. Ανεξαρτήτως της πορείας του ελληνικού ζητήματος, εκείνο το οποίο προκύπτει από τα γεγονότα είναι το ερώτημα που τέθηκε πολλές φορές και αναζητά απαντήσεις: Ποια Ευρώπη θέλουμε; Η απάντηση δεν είναι απλή, αλλά θα δοθεί, αν θέσουμε τα πλαίσια μέσα στα οποία πρέπει να λειτουργεί μια Ένωση, προς όφελος των λαών, των κοινωνιών, έχοντας μιαν ενωτική πορεία και αποστολή.
Οι λαοί οραματίζονται μιαν Ευρώπη της αλληλεγγύης και της συμπαράστασης. Αυτή η αλληλεγγύη είναι πολλές φορές ανύπαρκτη. Το παράδειγμα της Ελλάδας αποδεικνύει ότι διαμορφώθηκε ένα διευθυντήριο, το οποίο καθορίζει το μέλλον της Ε.Ε. και των κρατών-μελών. Αυτό, δυστυχώς, δημιουργεί χώρες και πολίτες πολλών ταχυτήτων. Δεν είναι, όμως, αυτός ο στόχος και η επιδίωξη της Ένωσης, όπως την έχουν οραματιστεί οι λαοί. Είναι σαφές, όμως, ότι για να γίνουν αλλαγές, χρειάζεται αρκετή δουλειά και συλλογική προσπάθεια. Η επικράτηση μιας άλλης Ευρώπης δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά όρισε το κράτος ως μια πολιτική κοινότητα προσανατολισμένη στην επίτευξη του κοινού καλού. Αυτό θα πρέπει να ακολουθήσει και η Ευρώπη για να έχει μέλλον. Το κοινό μέλλον σημαίνει αλληλεγγύη αλλά και κανόνες λειτουργίας δικαίου, που θα ισχύουν για όλους το ίδιο.
Εντούτοις, ορμώμενη η σκέψη από τα παραπάνω διευρύνει το ερώτημα της άλλης Ευρώπης και εγείρει νέα : Ποια Ευρώπη είναι ιστορικά εφικτή στη σημερινή πραγματικότητα; Και ποιες είναι οι συνθήκες οι οποίες διαγράφουν αυτήν την πραγματικότητα; Ακόμη, πώς μπορεί μια χώρα, όπως η Ελλάδα να επιβιώσει μέσα σε αυτήν; Αλλά, όλα αυτά αποτελούν μέρος μιας άλλης διερεύνησης και συζήτησης.
Ειρήνη Γκίκα
Φιλόλογος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου