Πέμπτη 25 Ιουνίου 2020

8 ΚΑΙ ΑΠΡΙΛΗΣ.



Πάντα άνοιξη, το Πάσχα φτάνει.

8 του μήνα και Απρίλης. Ένας Απρίλης που μοιάζει χειμώνας από τις απανωτές κι εξαντλητικές βροχές του. Πάσχα πάνω στην εαρινή γενέθλια μέρα της.

Το 8 δεν το λογαριάζω πια για το ξαπλωμένο άπειρο. Διαμελισμένος συμβολικός αριθμός. Διαιρέθηκε ένα ξημέρωμα σε δυο μηδενικά καθέτως και σφιχτά αγκαλιασμένα. Το ‘να πάνω στ’ άλλο.

Κι εμείς το ίδιο ξημέρωμα, χωριστήκαμε.

Σε άλλη περίπτωση θα της τραγουδούσαμε το ‘’να ζήσεις Joe και χρόνια πολλά, μεγάλη να γίνεις με άσπρα μαλλιά’’. Πέφτω πάλι έξω. Φέτος δεν υπάρχει επέτειος γέννησης. Δεν υπάρχει καμία νίκη θανάτου, ούτε Αναστάσιμη ελπίδα. Ουδείς ανέστη εκ νεκρών. Κάπως… Μα πώς πρέπει να της ευχηθώ;

Κάθε χρόνος που περνάει η Εβδομάδα των Παθών, όλο και μεγαλώνει. Πειραγμένοι οι δείκτες των ρολογιών. Σαν αόρατο χέρι να τους προσθέτει λεπτά και ώρες. Οι μέρες τελειωμό δεν έχουν. Πόσο μεγάλη μπορεί να γίνει μια Μεγάλη Εβδομάδα;

Μεγάλη Δευτέρα… με πουλάνε από φθόνο τα αδέλφια μου σκλάβα στην Αίγυπτο. Μια άκαρπη συκιά γίνομαι, καταραμένος λόγος πέφτει πάνω μου. Στο τέλος ξεραίνομαι.

Μεγάλη Τρίτη… ούτε φρόνιμη, ούτε ανόητη παρθένα. Είμαι εγώ η ‘’εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή’’, τροπάριο με ψάλλει η Κασσιανή.

Μεγάλη Τετάρτη και… ο έκλυτος βίος μου συγχωρείται. Παύω να είμαι η αμαρτωλή, κάνω πως πιστεύω κι έμπρακτα μετανοώ.

Μεγάλη Πέμπτη… στρώνω τραπέζι, ταραχώδη Δείπνο Μυστικό. Μετά τη σύλληψη, την ανάκριση και την άρνηση, έρχεται πάντα η καταδίκη. Κρατάω ταμείο για τα αναδρομικά. Ο Ιούδας είναι ο εκθρονισμένος και ο πιστότερος των μαθητών. Είναι ο εκ-πληρωτής, δεν είναι ο προδότης. Ο Ιούδας τόλμησε ό,τι δεν είχε κότσια κανένας άλλος. Οδήγησε τον καλύτερό του φίλο στην ‘’εκτέλεση’’ του πεπρωμένου του. Στην Σταύρωση, ‘’σήμερον κρεμάται επί ξύλου’’.

Αχυρένιο ομοίωμα, μην πανηγυρικά τον καίτε άλλο.

Ο Ιούδας δεν μας πούλησε.

Το αρχέτυπο του επαγγελματία ρουφιάνου ξεβαμμένο κεντητό κάδρο κρέμεται αγέρωχο στις τραπεζαρίες ελληνικών οικογενειών. Θα πέσει κάποια μέρα στα κεφάλια τους. Θα τους πλακώσει.

Μεγάλη Παρασκευή… κορυφώνομαι και αποκαθηλώνομαι. Περιφέρομαι επιτάφιος, το γύρο της πλατείας. Μια μικρή άνοιξη από ανθούς με φόρτωσαν. Γέρνω από το βάρος, φέτος με παραστόλισαν. Το πένθος της καμπάνας και το θλιμμένο της φιλαρμονικής μου χτυπάνε την καρδιά. Με σπάνε χίλια και δύο κομμάτια.

Η μαμά της υποβαστάζουσα, μισό-λιπόθυμη Παναγία βγαλμένη από έργο τέχνης διάσημου ζωγράφου… Θέλει κι αυτή να κατεβάσει και το δικό της τέκνο από το σταυρό. Να μην υποφέρει άλλο. Να το καθαρίσει από τα πτυσίματα, να του περιποιηθεί τα χτυπήματα. Να του φιλήσει τα μαστιγώματα, να το τυλίξει σε σεντόνι αρωματισμένο, λευκό και καθαρό. Η ίδια μοσχοβολάει φρέσκο ποτισμένο χώμα. Μυρίζει μαμαδίστικη αγάπη. Θρηνεί το παιδί της ‘’γλυκύ μου έαρ’’. Η ζωή, η δική της Ζωή βρίσκεται πια ‘’εν τάφω’’.

‘’Μην παραιτηθείς’’, μου μιλάν τα μάτια της, κρατώντας μου κατανυκτικά το χέρι.

Μυροφόρος παρίσταμαι σε αυτοσχέδια σκηνή εκτός τόπου και χρόνου στο Θείο δράμα…

 ‘’Γιατί κλαίμε;’’, τη ρωτάω.

Ο πνιγμένος της λάρυγγας, δεν επινοεί καμιά απάντηση. Μου προσφέρει μια μουδιασμένη βιολέτα μοβ, που είχε ξεμείνει στην τσέπη της από τον στολισμό. Εκείνη η βιολέτα μυρίζει ακόμη λιβάνι, τόσο δυνατά όσο το γκαπ γκουπ από τα καρφιά του Τζεφιρέλι.

Μεγάλο Σάββατο… λούζομαι με μύρα, ντύνομαι τα καλά μου, σιδερώνω τα μαλλιά μου. Παίρνω την πέτρα σαν άλλη Μαρία Μαγδαληνή και την ακουμπάω ευλαβικά και χωστά στη θύρα του μνημείου. Μετά τα μεσάνυχτα δεν θα λάβουμε φως εκ του ανέσπερου φωτός, δεν θα υπάρξει καμία τελετή Ανάστασης.

Εν αρχή κι εν τέλει, το σκότος.

Κυριακή… Πάσχω, Πάσχεις… αίτια, συμπτώματα, διάγνωση, θεραπεία, ΠΑΣΧΑ…

Καμία ένδοξη ανάμνηση Εξόδου. Κανένα πέρασμα. Καμία αναμονή ταξιδιού. Ένας και μόνος του θυσιαστικός θάνατος. Μια εξ-Αιρετική καταστροφή. Μετά την κάθοδο, στον Άδη, καμία λαμπρή Ανάσταση. Μόνος ο θάνατος, χωρίς τη λύτρωση δεν μπορεί να είναι για καλό.

Όρκους παίρνω. Το πρώτο και το τελευταίο που περνάω με τους δικούς της. Δεν θα ξανακάνω αυτό το γιορτινό ταξίδι, αφού από δω και μπρος εκείνη θα μετρά απουσίες. Θέλω ήδη να φύγω μα και δεν μπορώ να τους εγκαταλείψω. Δεν έχω κρατημένες αντοχές για άλλες τέτοιες συναντήσεις.

Η μαυροντυμένη μάνα της μας καλεί να πάρουμε τις θέσεις μας στο ορθογώνιο τραπέζι. Λέει την προσευχή. Σερβίρει, αναμνηστικό γεύμα, άζυμο ψωμί και κρασί… Μαζί με λίγη κορτιζόνη για τον πόνο. Αν τα πράγματα ήταν αλλιώς θα έσφαζε το αρνί για την ανάσταση του Κυρίου και θα έφτιαχνε την γενέθλια τούρτα για την κόρη. Άγιο φως λαμπάδας θα άναβε της επετείου τα κεράκια. Αναστάσιμες και γενέθλιες ευχές θα μπερδεύονταν στα στόματά μας. Λαμπριάτικα τσουρέκια και τουρτένιες σαντιγές θα ξεχείλιζαν τις ευτυχισμένες κοιλιές μας. Με την ευκαιρία της συνάντησης των δύο μεγάλων εορτών! ‘’Χριστός Ανέστη και Πολύχρονη’’. Το Άγιο φως δεν ανάφθηκε, τα κεράκια του αφίλευτου birthday cake έμειναν στο συρτάρι άκαυστα κι άσβηστα.

Τούτο το Πάσχα, μοιάζει Πάσχα με χρωμοσωμικές ανωμαλίες.

 ‘’Τι γιορτάζουμε φέτος;’’ τολμώ να ξανακάνω ερώτηση κι αυτή τη φορά μετά από μια βδομάδα μουγγού καημού, σπάει τη σιωπή της.

’Το φιλί της αγάπης, τη συγχώρεση και τη θυσία’’.

…………………………………………………………………………

Η άνοιξη πάντα απροετοίμαστη με βρίσκει. Πάντα άνοιξη κι Απρίλη σταματάω να μετράω χρόνια.

Αποκαθηλωμένες  Ανοίξεις με γονιδιακές διαταραχές.

Ξεριζώνω όλους τους πανσέδες, τις ντάλιες και τα γιασεμιά από τους ξένους κήπους να την φυτέψω πάλι μέσα μου. Να φτιάξω το δικό μου περιβόλι της Γεθσημανής, τον τόπο της τελευταίας μου προς-ευχής.

Του απέραντου ουρανού τα αποδημητικά πουλιά είναι οι μόνοι φίλοι μου. Ονειρεύομαι. Εκείνες τις πτήσεις των μεγάλων αποστάσεων. Τώρα πετάω όσο πιο ψηλά μπορώ, από φόβο μη και βγάλω ρίζες και δεν την ξαναδώ.



Θύμησες, πεθυμιές και στο μεσοδιάστημα οι προσμονές…

Οι μετάνοιες έρχονται αργότερα.

Τις πιο πολλές μέρες είμαι κλεισμένη στο σπίτι. Πάνω κάτω μετράω τα βήματα, όσο χώρο πιάνει ένας πίνακας του Μποτιτσέλι, ‘’Primavera’’. Κι όταν ξεκλειδώνομαι και βγαίνω έξω πάλι πέρα δώθε τους σφυγμούς μου μετράω. Tα βράδια από συνήθεια τη βγάζω στο καραβάκι μας, στο Κλειώ. Μπερδεμένη ροκ με ρέγγε ταξιδεύουν στον Άγιο Θερμαϊκό. Σχεδόν κρεμασμένη εγώ, ο Ντύλαν και το καινούργιο μου ανοιξιάτικο φλοράλ φόρεμα από την κουπαστή… Εκείνη πάντα ήταν η φαν των κατά-δύσεων. Τώρα φοβάμαι μη και μετά μουσικής σκαλώσει κανένα βαμβακερό λουλούδι, στραβοπατήσω και με ξεβράσει μεθυσμένο κύμα στον άβολο βράχο της. Φύκι να κολλήσω στα ξέπλεκα μαλλιά της. Να πλύνω τα αβιταμινωμένα πόδια της, να τα αλείψω με παχύρρευστα τεχνητά δάκρυα. Γιατί από τα άλλα, άλλα δεν έχω.

Εντός μου κάτι ξεπ-αγιάζει.

‘’Μια βότκα, παρακαλώ…  και λίγο αέρα να αναπνεύσω’’. Να προλάβω την επόμενη κρίση πανικού. Να είναι ξεκάθαρα τα πράγματα. Ξεκάθαρα και διάφανα. Να βλέπω στα μέσα τους τι γίνεται.

Να δω στα μέσα της.

Δίψασα.

Απόψε, μπορώ όσο θέλω να πιω. Στην υγειά ‘’της αλληγορίας της Άνοιξης’’ που εκείνη με έκλεισε, κορνιζαρισμένη Αφροδίτη, πρωταγωνίστρια σε κάδρο.

Από όταν σταμάτησα να πιστεύω στον Κύριο Ύψιστο, μόνο στο le grand bleu του ουρανού απευθύνομαι.

Μα και πάλι, <<Δεν σε φτάνω να σε βρω, να σου πω>>. <<Έξω κάνει λύπη αφόρητη κι εσύ ανυπόφορα λείπεις>>.

Νομοτελειακά οι Απρίληδες θα έρχονται και θα φεύγουν.

Η υγιής επανάληψη είναι η μήτηρ της αρρωστημένης μαθήσεως.

Που μπορώ να συναντήσω μιαν άνοιξη, παρακαλώ;

Την άνοιξη αν δεν την βρεις, την φτιάχνεις, ξελογιάζει τα μέσα μου, ο Ελύτης.

Είναι ζήτημα ζωής και θανάτου να ‘’πετύχω’’ μιαν άνοιξη που να μη μυρίζει τελεστική ανάμνηση παθών. Εαρινή συμφωνία θα κλείσω κι ας με παραπλανήσει με τεχνητά λουλούδια, με κουρδιστά κελαηδήματα πουλιών και πλαστικές μπάλες παγωτού. Μιαν άνοιξη αναγεννησιακή. Ας είναι και ‘’φτιαχτή’’.

Ο Ιούδας μου με πούλησε;


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου